Δημοσιεύω κάποια ποιήματα του Αείμνηστου συντοπίτη μας Ηρακλή Βουλγαράκη επιλεγμένα απο το διαδίκτυο τα οποία είναι εμπνευσμένα απο τα παιδικά του χρόνια στον Μοχό και αναφέρονται σε πρόσωπα και γεγονότα του τότες.....Είναι το καλύτερο μνημόσυνο για τις προσφορές του στον εκπαιδευτικό τομέα και γενικά στον χώρο των γραμμάτων και της ποίησης .....
《Αληθινές ιστορίες με
τη γιαγιά Καλλή》
Ο
φόβος του κατακτητή και η βαρυχειμωνιά του 1943 μας έφερνε από νωρίς
κλεισμένους στα σπίτια μας. Γύρω από το πυρωμένο τζάκι είχαμε αραδιαστεί η μάνα , εγώ και η πρωτότοκη αδελφή μου η
Μαρία, η γιαγιά μας η Καλλή και το Φροσυνάκι, γειτόνισσα ,θεία της μάνας μας,
ανύπαντρη.
Οι
διηγήσεις έδιναν κι έπαιρναν και η
αδελφή μου κι εγώ ακροατές.
Σε κάποια φάση η γιαγιά μίλησε για τον
άνδρα της τον Ηρακλή, τον φημισμένο
σωμαρά σε όλα τα χωριά της περιοχής της
Λαγκάδας.Κάποια Κυριακή είχε πάει στις Ποταμιές για επαγγελματικούς λόγους και νυχτώθηκε στο ρέμα της Πηγής κατά την
επιστροφή του στον Μοχό. Κάπου, μεσοστρατίς, ο διάβολος μεταμορφωμένος σε λαγό,
με μάτια πυροκόκκινα τον ακλουθούσε κατά πόδας και παρά τους εξορκισμούς και τα
σταυροκοπήματά του δεν έλεγε να φύγει. Όταν πλησίαζαν στο χωριό, κοντά στο εξωκκλήσι του Αγίου
Νικολάου έκανε την τελευταία του ευχή: " Άι-Νικόλα μου, ξεμίστεψέ με από
τουτονέ το δαίμονα κι εγώ θα σου φέρω
στη χάρη σου ένα σωμάρι με σαράντα πούλια". Το φρικιό εξαφανίστηκε προς το
ρέμα μ' ένα δαιμονισμένο θόρυβο.
Κάπου
εδώ η μάνα μας ρώτησε τη γιαγιά Καλλή :
--
Και ήκαμέ το, μπρε,το σωμάρι;
--Όι,
δεν το 'καμε ακόμη , μα ο Άγιος ανιμένει σαράντα χρόνους.
Δεν πρόλαβε να τελειώσει την τελευταία λέξη
κι ακούστηκαν τρία έντονα χτυπήματα , λες κι ήταν επισκέπτης, στην κλειστή
πόρτα της κουζίνας που ήταν στην κορυφή του κεφαλόσκαλου και μεσολαβούσε η
σκάλα, η αυλή και η κατάκλειστη βαριά
αυλόπορτα.
Τα
παιδιά, η αδελφή μου κι εγώ
τρυπώσαμε
στην αγκαλιά της μάνας, ενώ η γιαγιά , γυναίκα ψύχραιμη και ατρόμητη έτρεξε και
άνοιξε την πόρτα της κουζίνας φωνάζοντας για να μας εμψυχώσει: "Κιανείς
δεν είναι!!"Όμως την είδα να σταυροκοπιέται. Μέχρι σήμερα κανείς δεν μου
έχει δώσει μιαν απάντηση. Όλοι σηκώνουν τους ώμους προβληματισμένοι και σωπαίνουν.
"
Η γ ι α γ ι ά μ ο υ
η Κ α λ λ ή "
Είχε
περάσει τα ενενήντα, μπορεί και τα ενενηνταπέντε.
Η
γιαγιά μου η Καλλή,
η
προκομμένη άμισθη διάστρα του χωριού.
Ένα
απολειφάδι θλιβερό του καταλύτη χρόνου.
Την
κυρτωμένη ράχη της,
σαν
ανορθόγραφη περισπωμένη,
τη
στήριζε σ' ένα βεργάλι δίχαλο, μήπως και καταρρεύσει.
Της
έδιναν κρέας, ζητούσε χόρτα, της έδιναν
χόρτα ζητούσε κρέας.
Παραξενιές
των γηρατειών,
ή
μήπως να 'τανε προφάσεις για να 'χει νόημα η ζωή; Ποιος ξέρει!
Μόνη
της έγνοια, μήπως δεν την προλάβει ο εγγονός.
Μοναδικός
αρσενικός απ' τη γενιά, όπως κι ο γιος και με το όνομα του μακαρίτη άνδρα της.
Κατακαλόκαιρο
και ήγγικεν το τέλος.
Και
η μοναδική της προσδοκία εκπληρώθηκε.
Ο
εγγονός κατά το πρόσαργο αφίχθη για διακοπές.
--Γλάκα,
γιατί η γιαγιά σου ξεψυχά και σ' ανιμένει.
Σαν
αστραπή βρέθηκα καθισμένος πλάι της να της κρατώ το χέρι.
--Γιαγιά,
ήρθα ! Άργησα ...μα ξέρεις...
Απελπισμένα
πάσχισε πάνω μου να συρθεί.
Την
ανασήκωσα και την ακούμπησα στο στήθος μου.
Μου
αφέθηκε γαλήνια και παίρνοντας δυο ανεπαίσθητες ανάσες ανακούφισης, άφησε την
ψυχούλα της να φτερουγίσει ανάλαφρη στ' αστέρια.
Συγκλονισμένος
ο πατέρας έσκυψε τρέμοντας επάνω της και τρυφερά της έκλεισε με την παλάμη του
τα μάτια.
Ας
είναι τούτες οι αράδες ένα μνημόσυνο στη θύμησή σας, λατρεμένοι.
(Από
την Ποιητική Συλλογή μου
"ΣΠΟΝΔΕΣ"
Β' Έκδοση 2017)
"Χ ε ι μ ω ν ι ά τ ι κ η ο λ ο ν υ χ τ ί α "
Πυρακτωμένες
οι μνήμες μου ξυπνούν
και
με φωτάνε σγιοκάντηλα,
μέσα
στην κατανυκτική ολονυχτία του χειμώνα.
Και
μια νοσταλγία ιερή διαπερνάει τρυφερά
τα
μύχια της ψυχής μου.
Μπορεί
έξω να μαίνονταν άγριοι οι καιροί,
Μπορεί
να μας βασάνιζε η στέρηση κι η φτώχεια.
Δύσκολα
χρόνια δίσεκτα,
με
χαίνουσες ακόμη του πολέμου τις πληγές
κι
ασήκωτες της αναπόδραστης σκλαβιάς
τις
πικραμένες ώρες.
Μα
μες στο πατρικό βασίλευε διάχυτη γαλήνη.
Παραμυθία
των ψυχών το καπνισμένο
εικονοστάσι
στη γωνιά
κι
η έγνοια του λαδοκάντηλου,
που
μας φωτούσε πάντα ακοίμητο
και
πάντα νυσταγμένο.
Πολύτιμο
αντίδωρο της φτωχομάνας γης
στων
ταπεινών τον μόχθο,
γουργούριζαν χοροπηδώντας τα κουκιά
στο
πήλινο τσουκάλι,
ωσάν
ολοφυρόμενες άκομψες μπαλαρίνες,
πάνω
απ' της φωτιάς την έξαψη.
Ή
μάνα απ' το ξημέρωμα ετοίμαζε το φαγητό,
γιατί
την πρόσμενε ο μόχθος της ημέρας
στο
χωράφι.
Και
ο πατέρας στην αυλή λιάνιζε τα λιοκούτσουρα για το αδηφάγο τζάκι.
Κι
εμείς πέντε παιδιά ανήλικα,
συνωστιζόμαστε
αντικρύ του
και
σφίγγαμε κατάστηθα με απελπισμένα χέρια τις πύρινες ανάσες του,
και
τ' όνειρο μετέωρο ακόμη ν' αγρυπνά
στα
τσιμπλιασμένα μάτια.
Κι
έξω ας μαίνονταν άγριοι οι καιροί
κι
υπόκωφος ο θρήνος, λυγμικός,
για
τη λεηλασία της ψυχής από τον
πόλεμο---φονιά
να
μην καταλαγιάζει.
(Από
την Ποιητική Συλλογή μου
"ΣΠΟΝΔΕΣ"
Β' Έκδοση 2017)
(Του Ηρακλή
Βουλγαράκη)
"Μ ν ή μ ε ς τ ο υ
Σ α ρ ά ν τ α"
Απ'
τα χαράματα μαυροφορέθηκε
η
γριά καμπάνα της Ευαγγελίστριας
κι
άρχισε να διαλαλεί με λυγμική παραφορά
και
σπαραγμό το νέο θλιβερό μαντάτο.
Σκοτείνιασαν
οι ουρανοί και οι ψυχές
και
τα χαμόσπιτα καταπλακώθηκαν
από
μια αβάσταχτη κατάμαυρη μαυρίλα.
"
Ο Ντορμάς σκοτώθηκε στ" Αλβανικά
βουνά..." κι άλλος προχθές, κι άλλος αντίπροχθες και τούτο το κακό δε θα
'χει,
όπως
πάει, τελειωμό.
Μα,
συχνά πυκνά, ανάμεσα στους θρήνους
των
θανάτων, θριάμβων ιαχές
και
πανηγυρισμοί κι αλαλαγμοί χαράς.
Πήραμε
το Αργυρόκαστρο, την Κορυτσά,
το
Τεπελένι, την Πρεμετή, τους Άγιους Σαράντα, την Κλεισούρα, τη Χειμάρα....
Και
ο ανυπόταχτος γεροβοσκός Λαγουδο-- Γιώργης υποψιασμένος από το ολοήμερο
καμπανοχτύπημα, άφησε το χειμαδιό και αναμαλλιασμένος μπήκε σαν σίφουνας στην
εκκλησιά την ώρα της δοξολογίας,
κι
αφού σταυροκοπήθηκε γονατιστός στην Παναγιά, τινάχτηκε ολόρθος σαν αγρίμι μαζί
με το κεφαλομάντιλό του βροντοφωνάζοντας
με
άγρια φωνή βουνίσια:
"Ζήτω
η Ελλάδα...! Ζήτω η Ελλάδα...! "
Και
σείστηκε συθέμελα ο ναός
και,
καθώς έσμιξε όλος ο λαός στην ίδια ιαχή,
κλονίστηκαν
τα λαδοκάντηλα και τ' αγιοκέρια
και
λούφαξαν και τα μωρά στους κόρφους
των
μανάδων....
Έτσι
ανεξίτηλη σε σμίλεψαν στη μνήμη μου,
πατρίδα
!
Ελλάδα
των δακρύων και των θυσιών.
Ελλάδα
του χρέους και του κλέους,
των
αγώνων, των.αιμάτων και των θαυμάτων.
Μέσα
από συμπληγάδες σου έταξε η μοίρα
να
πορεύεσαι προς την αιωνιότητα.
(
Από την Ποιητική Συλλογή μου
"ΡΩΓΜΕΣ ΠΟΛΥΧΡΩΜΙΑΣ"
Α' Έκδοση 2015)
(Του Ηρακλή
Βουλγαράκη)
" Μ έ ρ ε ς τ ο υ Σ α ρ ά ν τ α "
28
οκτωβρίου 1940.
Τα χελιδόνια ο πόλεμος τα βρήκε μεσοπέλαγα.
《...Αί ήμέτεραι δυνάμεις αμύνονται του πατρίου
έδάφους...》.
《...Αί ήμέτεραι δυνάμεις προελαύνουν έντός
τού Αλβανικού έδάφους....》.
Αργυρόκαστρο, Κορυτσά, Άγιοι Σαράντα,
Πρεμετή, Κλεισούρα, Τεπελένι...
και οι καμπάνες χτυπούσαν αφηνιασμένες
αναστάσιμα κι ανακατεύονταν σ' ένα παράδοξο
δοξαστικό με το 《 Σώσον, Κύριε,.τόν λαόν σου... Τη
'Υπερμάχω Στρατηγώ τά
νικητήρια...》 και τις
ουρανομήκεις ιαχές θριάμβου,《αέρα, αέρα και ζήτω , ζήτω , ζήτω !!!》
Και η μεγάλη εκκλησία της Ευαγγελίστριας
σειόταν συθέμελη και πήγαινε σαν μια πελώρια
καρδιά να σπάσει από ενθουσιασμό
και περηφάνια εθνική.
Στη μεγάλη πλατεία στοιβάχτηκε
η καλύτερη προίκα, κιλίμια πατανίες,
εγκάρδια προσφορά απ' τις κοπέλες του
χωριού, για τους ξεπαγιασμένους ηρωικούς
φαντάρους.
Και τα βράδια έπλεκαν κάλτσες, γάντια,
πουλόβερ και κασκόλ, κάτω από το νυσταγμένο φως του λυχναριού,
μέχρι να τις εξαντλήσει του ύπνου η λαχτάρα.
Η Ελένη, η Καλλιόπη, η χήρα μάνα τους θεία
Μαρία, --καλή τους ώρα κι ελαφρό το χώμα που τώρα τις σκεπάζει.
Κι εμείς τα σχολιαρόπαιδα με αρχηγό τον
Γιάννη, 15χρονο παλικαρόπουλο και τώρα ένοικο στη χώρα των μακάρων,
σκαρώναμε τουφέκια καλαμένια και ξύλινα σπαθιά, ενώ , σαν μεγαλύτερος εκείνος
ξεσκούριαζε τα άρματα του γέροντα παππού του καπετάνιου, στους τοίχους πια
ενθύμια,
από τον πόλεμό του με τους Τούρκους.
Και κονταροχτυπιόμαστε στα καλντερίμια και
στους χωματόδρομους μ' ένα φανταστικό εχθρό και πάντα νικητές.
Αργυρόκαστρο, Κορυτσά, Άγιοι Σαράντα,
Πρεμετή, Κλεισούρα, Τεπελένι...
Χρόνια αλησμόνητα, ηρωικά,
χρόνια της στέρησης, της πείνας και της
συμφοράς και της απέραντης, αγόγγυστης συνεισφοράς στον εθνικό αγώνα,
θα λάμπουν φάροι τηλαυγείς στο φωτοστέφανό σου και θα φωτίζουν την
πορεία μας στο μέλλον εσαεί,
μάνα , περήφανη πατρίδα μας , Ελλάδα !
(Από την Ποιητική Συλλογή μου
"ΣΠΟΝΔΕΣ"
Β' Έκδοση 2017)
(Του Ηρακλή Βουλγαράκη)
" l n m e m o r i a m "
Κέρινα τα χέρια σου
και η μορφή σου κατακίτρινη
στο χρώμα του θανάτου
κι ολόγυρα να σε τυλίγουν, μάνα μου,
λευκοί λεμονανθοί,
νυφούλα για του χάροντα
τη νυφική παστάδα.
Κλειστά τα μάτια σου
και δεν μπορώ, ακριβή μου,
να μαντέψω τ' απόκρυφά σου όνειρα
κι ούτε αν υπάρχουν καν,
μήτε το λάβρο, πυρωμέμο βλέμμα σου,
καθώς με κοίταζες σαν ζούσες.
Ποιος ξέρει τώρα πού τραβάς,
και ποια σε σέρνουμε δύσβατα μονοπάτια,
καθώς για την αχερουσία
χωρίς του δυόσμου τις ανασαιμιές,
δίχως το κλάμα των παιδιών
και του κορυδαλλού τις τρίλιες
κατάμονη πορεύεσαι.
Μες στην αιθρία της καλοκαιρινής νυχτός
σου ανάφτω αγιοκέρι
τον σκοτεινό σου δρόμο να φωτίζω,
ώσπου να σε υποδεχτούν μ' έναν
τριγμό στριγκό
οι οξειδωμένες κλειδαριές του παραδείσου,
όπου οι παππούδες σε προσμένουνε
με ανοιχτές τις αγκαλιές
και τ' ανθισμένα μάτια.
Μανούλα μου !
(Από την Ποιητική Συλλογή μου
" ΕΣΠΕΡΙΝΟΙ "
Α' Έκδοση 2018)
(Του Ηρακλή Βουλγαράκη)
" Ο γ ε ρ ο--π α π π ο ύ ς
"
Να τος ο γερο -- παππούς,
--πού με σέρνει πάλι ο νους!--
τραμπαλίζεται και γέρνει
και τρεκλίζοντας πηγαίνει
πάντα έρημος μονάχος
και τον τυραννά το άγχος
τι 'ναι ο δρόμος του μακρύς
για το τέρμα του να φτάσει
και να ξαποστάσει
κι έχει τόσο κουραστεί.
Τα ποδάρια του τραβά
και θαρρεί πως ξεψυχά•
τον ιδρώτα του σκουπίζει,
τις ρυτίδες του γεμίζει
με απόσταμα άγιο
και υμνολογεί τον Άγιο
τρυφερά στην προσευχή του
απ' τη γέρικη ψυχή του,
που τη στέλνει για πεσκέσι
στον Θεό να βρει μια θέση.
Και στηλώνει και τα μάτια
στ' ουρανού τα μονοπάτια
μήπως κάπου και ξεκρίνει,
μες στων αστεριών τη δίνη
και στο χάος της αβύσσου,
τα κλειδιά τπυ παραδείσου,
όπου η μάνα καρτερεί
με αναστάσιμο φιλί
κι ο πατέρας άφτει δάδα
της λατρείας τη λαμπάδα.
Μα δεν είν' το ριζικό του,
άλλο είναι το γραφτό του•
και το τέρμα δεν εφάνη
κι ίσα τώρα που προφτάνει,
βάζοντας τα δυνατά του,
να γυρίσει στα παιδιά του
κι ένα "ήμαρτον" θα πει
η ψυχή του η θλιφτή,
πριν το άγγελμα θανάτου
εκδοθεί στο όνομά του.
(Από την Ποιητική Συλλογή μου
"ΕΣΠΕΡΙΝΟΙ"
Α' Έκδοση 2018)
(Του
Ηρακλή Βουλγαράκη)
"Ν ό σ τ ι μ ο ν ή μ α
ρ"
Ο δρόμος ανατολικός
κι ο ήλιος με μαστίγωνε κατά ριπάς,
θρυμματισμένος απ' τις δεντροστοιχίες δεξιά
και μου βασάνιζε τα νυσταγμένα μάτια
και απ' αριστερά η θάλασσα στραφτάλιζε
αργυρένια κάτω από την πρωινή φεγγοβολή,
καθώς ταξίδευα για την πατρώα γη
στην πλησμονή των τρυφερών μου αναμνήσεων.
Πέλαγα βαθυγάλαζα να ψιθυρίζουν,
αιώνες τώρα, ερωτόλογα στις θαλασσοσπηλιές
και στις κατάχρυσες
αμμουδερές ακρογιαλιές της γαλανής πατρίδας.
Γλαρόνια και δελφίνια να κεντούν το κύμα
τρυφερά κι οι αύρες να δροσίζουν τα εράσμια
κορμιά, που 'χουν στρωθεί στην άμμο
και κάπου ν' αρμενίζει ένα κατάλευκο πανί.
Κι ύστερα το σκαρφάλωμα μες στις οσμές
από τους σκίνους και φασκομηλιές,
ρίγανη και θυμάρι,
στον κάμπο πίσω απ' το βουνό,
που αναπαύεται ράθυμη και μακάρια η πατρίδα,
με ό,τι της απόμεινε μες στη
γοργή τρεχάλα του καιρού.
Κι όμως δε βλέπω κάτι
που να χάθηκε από τότε.
Γέροντες με σαλβάρια, γαμπάδες και γενειάδα,
καμπουριασμένοι απ' τη σοφία
των βασάνων και τη βαθιά τους εγκαρτέρηση
να χάνονται μες των τσιγάρων τους καπνούς,
γριούλες με κατάμαυρα τσεμπέρια,
κοπέλες με πλεξίδες κι αγιοκωνσταντινάτα
σκουλαρίκια, το παιδομάνι γυμνοπόδαρο
να μην καταλαγιάζει και όργιο από βελάσματα,
μουγκανητά και κακαρίσματα
ν' ανακατεύονται με τ' αργαλειού το
καταχτύπι.
Καμπανοχτύπημα κι εσπερινοί
με τις βαριές οσμές του μοσχολίβανου,
απ' άκρη
σ' άκρη σ' όλους τους μαχαλάδες.
Γλέντια και ξεφαντώματα με λύρες και λαγούτα
και δόξα σοι ο Θεός.
Γι αυτούς που αποδήμησαν καμιά κουβέντα.
Τους είδα όλους γιορτινούς
στο έμπα του χωριού να με προσμένουν.
Κανείς απών• παρόντες όλοι.
Εκεί κι καψερή μου μάνα με το θυμιατό
και να σταυροκοπιέται.
(Από την Ποιητική Συλλογή μου
"ΔΑΚΡΥΣΜΕΝΑ ΦΕΓΓΑΡΙΑ "
Α' Έκδοση 2013)
(Του
Ηρακλή Βουλγαράκη)
"Ν ο σ τ α λ γ ί α "
Ήθελα να 'μουνα παιδί...
Να, ετσιδά, καθώς σ' αλλοτινούς καιρούς,
αρχάγγελος της λευτεριάς
στα καλντερίμια του χωριού
κι αλήτης γυμνοπόδαρος στα διάσελα
καβάλα με τ' αερικά.
Να παίζω με τις λάσπες και τα χώματα
μες στη βροχή και στα λιοπύρια,
να δένω φιόγκους ηλιαχτίδες
στων κοριτσιών μου τις πλεξίδες.
Να μην πενθώ ποτέ ,
μήτε για τη φτώχεια μου,
μήτε για τη γύμνια μου,
μήτε για την πείνα μου,
μόνο για τα σπουργίτια
που κρουσταλλιάζανε το καταχείμωνο,
ικέτες σιωπηλοί,
στ' απάγκειο του παραθυριού,
και τα μεγαλοβδόμαδα, κάθε άνοιξη,
με τη βαθιά καμπάνα μας
που πασπαλούσε απ' τον όρθρο ολημερίς
με τόνους σπαραγμού
τα γύρω μου κι εντός μου μονοπάτια
και τα ψιχαλιστά μου αθώα μάτια.
Να μην πονώ ποτέ,
από καμιά πληγή,
σαν κούρνιαζα στης μάνας μου το γόνυ
στην παραστιά την κρύα νυχτιά
και αγροικούσα να μου μουρμουρά
πότε το τετραβάγγελο
και πότε παραμύθι
κι εγώ μες στα ροζιάρικά της χέρια
να χαΐδεύομαι και να ονειρεύομαι.
Να μη φοβούμαι
μήτε τους δράκους,
μήτε τα στοιχειά,
μήτε και τους οχτρούς
-- ποιοι να 'ταν τάχα ; --
μήτε τους ίσκιους που γιγάντωναν τα βράδια
-- Θεέ μου, πόσα χτυποκάρδια ! --
στ' απόσκια του χωριού,
σαν ακουμπούσε στου πατέρα μου
το στέρεο χέρι
κατάσπρο η ψυχή μου περιστέρι.*
(Από την Ποιητική Συλλογή μου
"ΑΡΩΜΑ ΦΘΙΝΟΠΩΡΟΥ"
Α' Έκδοση 2003)
*Ποιος δε θυμάται με συγκίνηση τα παιδικά του
χρόνια ;;;;;
(Του
Ηρακλή Βουλγαράκη)
" Α ν α π ό λ η σ η "
Πόσο φαντάζουν άχαρα
τα περασμένα τώρα,
σαν ρόδα που φυλλορροούν
σε παγερό ανθογυάλι
και σαν σκαριά χρυσάρμενα
που σπάραξε η μπόρα
και ο θυμός του πέλαγου
σ' ερημικό ακρογιάλι.
Θε μου, και πώς ξεθώριασαν
και μνήμες και εικόνες,
τα λατρεμένα πρόσωπα
--λευκά μου περιστέρια ! --
τα πένθιμα φθινόπωρα
κι οι θλιβεροί χειμώνες,
οι έρωτες της άνοιξης
και τ' άσπρα καλοκαίρια.
Κι όσο θυμάμαι τι τρελή
λαχτάρα μ' είχε δέσει
που 'δινα και το αίμα μου,
το φως μου κι ήταν λίγο
κι ήταν γλυκιά η παιδομή
που μ' είχε αλυδοδέσει
που στην πικρή της θύμηση
τον θάνατό μου σμίγω.
Κι όμως ακόμη τ' αγαπώ
κι ας σβήνουν σε μιαν άκρη
κι ας μείναν δίχως άρωμα,
χωρίς πνοή και χρώμα
κι ας κλειούνε μες στη σιωπή
τον πόνο και το δάκρυ
κι ας τα στοχάζομαι θλιφτός
με σφραγισμένο στόμα ...
Μα 'πόψε που με τυραννούν
κι η μοναξιά κι η πλήξη,
με όση μου απόμεινε ορμή,
στ' αγαπημένα
πάθη,
διάπλατα την πόρτα της
έχ' η ψυχή μου ανοίξει,
κι ας είναι τούτα τα στερνά
κι εξαίσιά μου λάθη.
(Από την Ποιητική Συλλογή μου
" ΑΡΩΜΑ ΦΘΙΝΟΠΩΡΟΥ "
Α' Έκδοση 2003)
(Του
Ηρακλή Βουλγαράκη)
"Π ι κ ρ ό τ ρ α γ ο ύ δ
ι"
Γιομάτο από σιωπές
ζυγώμει αργά το βράδυ,
που νιώθεις την ανάσα του
κρύα να σε κυκλώνει
κι οι μνήμες μόνο ξαγρυπνούν
στο φωτερό σκοτάδι
σε λιτανεία θλιβερή
που την καρδιά παγώνει.
Πού τάχα να ταξίδεψαν
το κάλλος και η χάρη,
το πάθος το ασίγαστο
που 'χει καιρό στερέψει,
τα όνειρα που ανάσαιναν
στ' άγρυπνο μαξιλάρι
και η μαγεία του έρωτα
κι η μεθυσμένη σκέψη ;
Πού τάχα φυγαδεύτηκαν
πρόσωπα λατρεμένα,
που ανθίζανε στα μάτια τους
οι ομορφιές του κόσμου
κι άναβαν μοσχολίβανο
με χέρια ροζιασμένα
κι άσβεστο αγιοκάντηλο
που ακόμα καίει εντός μου ;
Ανάκατο με ψίθυρους
στης νύχτας το μαγνάδι
το σκοτεινό το βλέμμα τους
νιώθω να με τυλίγει
κι εκείνο της λατρείας τους
το ξεχασμένο χάδι
μιαν αψηλάφητη πληγή
μες στην ψυχή μου ανοίγει.
Κι ετούτ' οι ακατάληπτοι
ψιθυρισμοί, ποιο τάχα
μήνυμα να μου κουβαλούν
στου κόσμου εδώ την άκρη ;
Μήπως απρόσμενη χαρά
μου φέρνουνε μονάχα,
ή μήπως να τρυγήσουνε
και το στερνό μου δάκρυ ;
(Από την Ποιητική Συλλογή μου
"ΚΑΛΗΝΥΧΤΑ, ΛΟΙΠΟΝ
Α' Έκδοση 2011)
(Του
Ηρακλή Βουλγαράκη)
"Ό μ ο ρ φ α χ ρ ό ν ι
α"
Καταμεσήμερο μες στο κατακαλόκαιρο.
Ο ήλιος στύβει τη φωτιά του
στη ράθυμη πλατεία με τη μεγάλη εκκλησιά, με
τα τραπεζάκια των καφενείων κάτω από τις σκιές των δέντρων πέριξ.
Οι πελάτες λιγοστοί και αποχαυνωμένοι
καταχτυπούν τα πούλια τους στο τάβλι, για ν' αποδιώξουνε την πληκτική τους μοναξιά.
Υπόσχεση δροσιάς η βρύση σε μιαν άκρη.
Μαυρομαντιλωμένο γυναικομάνι
με τις στάμνες και τα φανταχτερά προσώμια,
αραδιασμένες να παίρνουνε σειρά και κάποιες κοπελιές ανάμεσά τους με συγυρισμένη κόμμωση αυστηρή
κι αγιοκωνσταντινάτα σκουλαρίκια.
Κάποτε διαπληκτίζονται ευγενικά για την
προτεραιότητα,
μα πιότερο κουτσομπολεύουν φιλικά.
Δεν έχουν μυστικά, μήτε και πρόθεση να
κρύψουν την αλήθεια, μα κάποτε παντρεύουνε και τον δεσπότη.
Όλη η επικαιρότητα ραπόρτο :
"Αξημέρωτα καυγάδισε με τη γυναίκα του ο
Κασιδο--Μανώλης.
Παντρεύεται το Λενιώ του Κατσικο--Σταμάστη.
Δεν τήνε βγάζει τη βραδιά η Κανελο--Μαρία
..."
Το παράρτημα συμπληρώνεται ως το βράδυ με τα
νέα της τελευταίας στιγμής, χωρίς μολύβι και χαρτί, ανυπόγραφο αλλά έγκυρο.
Στη σύνταξη δε συμμετέχουνε οι κοπελιές.
Εκείνες ερευνούν με κλέφτικες ματιές και αναψοκοκκινισμένα μάγουλα τα καφενεία,
μήπως φανεί ο καλός τους για ένα σινιάλο και ονειροπολούν υπνωτισμένες.
Ένας ονειρικός μικρόκοσμος όλο αρχοντιά,
αξιοπρέπεια , σεμνότητα και γλύκα, που χάθηκε ανέκκλητα.
Στην ξενιτιά μου τούτα και τ' άλλα
συλλογίζομαι.
Τα όμορφα χρόνια -- σκέφτομαι--
δεν πρέπει να γεννήθηκαν
για να πεθάνουν.
(Από την Ποιητική Συλλογή μου
"ΔΑΚΡΥΣΜΕΝΑ ΦΕΓΓΑΡΙΑ"
Α' Έκδοση
2013)
(Του
Ηρακλή Βουλγαράκη)
"Έ ρ η μ η χ ώ ρ α"
Η γειτονιά μας ερημώθηκε,
μήτε ξεφωνητά, μήτε και ξεφαντώματα.
Τα ξυπόλητα τρελόπαιδα μεγάλωσαν και
μετακόμισαν σε άλλες πολιτείες, όπου ευδοκιμούν χύδην οι απολαύσεις και ρέουν
τα αργύρια κρουνός.
Και απόμειναν εδώ μνήμες πικρές μονάχα, που
συνωστίζονται οδυρόμενες τα βράδια στα έρημα καλντερίμια και στις ρούγες, κάτω
από τη δακρυσμένη τρυφερότητα της πανσελήνου.
Της θεια- Φροσύνης δεν τσικνίζει το τσουκάλι
με μυρωδιές λαχταριστές που μας ξεσήκωναν, τρυπώντας αιχμηρές το πεινασμένο μας
κρανίο.
Η Κατερίνα πάντα βλοσυρή και μουτρωμένη, δε
θυμάμαι να γέλασε ποτέ η καψερή, μέσα στην ερημιά της βυθισμένη.
Ανύπαντρες κι οι δυο κράτησαν την υπόληψη
ψηλά και μας αποχαιρέτησαν με ακέρια την τιμή τους, δίχως ποτέ τους να γευθούν
του ανδρικού εναγκαλισμού την ηδονή, μήτε και του έρωτα την ένοχη ευφροσύνη.
Τα χελιδόνια φέρνουνε την άνοιξη νωρίς στις
ίδιες πάντοτε απείραχτες φωλιές,
στην κουρσεμένη γειτονιά με τ' άδεια σπίτια,
εδώ, που έσφυζε κάποτε η ζωή με όλη της την αρχοντιά και τη γλυκιά της φτώχεια.
Απ' τις οσμές του δυόσμου, του βασιλικού,των
υακίνθων, που μύρωναν τη γειτονιά μας το σπερνό, ανάκατες με το θυμίαμα του
μοσχολίβανου, που ξόρκιζαν οι μάνες το κακό, δεν έχουν μήτε οι γλάστρες
απομείνει.
Ως κι η κληματαριά στη διπλανή αυλή
κατέρρευσε η δύστυχη μέσα στην εγκατάλειψη σαν απαγχονισμένη, με φύλλα
κατακίτρινα, λες και τα χτύπησε χτικιό και σάπια μουχλιασμένα μικροστάφυλα.
Το ίδιο πάντα σκηνικό καθώς νυχτώνει• ψίθυροι
μυστηριακοί
σαν συναπάντημα ψυχών μέσα στην εφιατική
γαλήνια σιωπή,
που λες και θρυμματίζεται σαν κρύσταλλο ψυχρό
απ' το μονότονο, ανάλαφρο περπάτημα των άστρων.
Η μοναξιά και η ερήμωση έχουν εδώ στοιχειώσει
και νιώθεις ν' αγρυπνούν συντροφιαστές τις νύχτες με κάποιες ανέραστες
μοναχικές ψυχές και κλαίν' τη μαύρη μοίρα τους κι απ' τον Θεό
λησμονημένες.
(Από την Ποιητική Συλλογή μου
"ΔΑΚΡΥΣΜΕΝΑ ΦΕΓΓΑΡΙΑ"
Α' Έκδοση 2013)
(Του
Ηρακλή Βουλγαράκη)
"Ο Κ α ρ α -- Γ ι ά ν ν η
ς"
(Άφησε εποχή στα γλέντια του Μοχού)
Καρα--Γιάννης, όπως λέμε καραμπογιάς.
Μια μινιατούρα φθίνοντος σγαθού πρεσβύτη
χαμένη στα σαλβάρια του τα τσόχινα, μ' ένα μαύρο κεφαλομάντιλο κολάρο.
Μαυριδερός με χέρια μαλλιαρά,
πρόσωπο κοκαλιάρικο
μ' εξογκωμένα μήλα, μαύρα και μαυροκυκλιασμένα
μάτια, χωμένα σε βαθιές σκοτεινιασμένες κόγχες, που ίσκιωναν τα φρύδια του
πυκνά σαν τις βαριές αδιαπέραστες κουρτίνες. Σου επιτρέπανε να διακρίνεις μέσα
του μόνο ό, τι εκείνος ήθελε να δεις.
Και πιο κάτω ένα βαρύ, ασήκωτο
μουστάκι.
Απουσίαζε από τα καφενεία, την κοσμική ζωή
και τις συνάξεις.
Αν τον αντάμωνες στον δρόμο,
έφευγε σαν τον αέρα ανάλαφρος
με ένα σύντομο χαιρετισμό.
Αλλά κάθε μεγάλη καλοκαιρινή
γιορτή ήταν παρών.
Μας αναζητούσε και τον αναζητούσαμε.
Πίναμε πολύ κι ελάχιστα εκείνος.
Στα γλέντια επισήμαινε τις όμορφες κοπέλες
και τάχατες τυχαία μας παράσερνε κοντά τους. Εκείνος πρωταγωνιστής κι εμείς
κομπάρσοι.
Τον κυρίευε ένα πάθος ιερό, που ξέσπαγε σ'
ένα παραλήρημα ερωτικό. Αν και νοικοκύρης σοβαρός και ευκατάστατος, γονάτιζε
μπροστά τους σε παθιασμένες εξομολογήσεις :
" Άχι, μελαχρινάκι μου, και ίντα δα
γενώ, που είσαι αφορμή κι ήχασα το μυαλό μου...
Ώχου και με σκλαβώσανε οι αγγελικές σου
χάρες...
Τα μάθια σου με κάψανε, που να
'χεις τον καημό μου...
Ώχου και σπάραξές μου την καρδιά κι ήκαψες το
κορμί μου...
Ώχου! μελαχρινάκι μου...ώχου!..
ώχου!..ώχου!.. "
Και ξερίζωνε τάχα τα μαλλιά του κι έτρεμε
σύγκορμος μέσα στην έξαψή του.
Κι εμείς, ο Αγησίλαος, ο Γιώργης ο ζωγράφος,
ο Βαγγέλης και ο Βενιαμίν εγώ, σε ρόλους δεύτερους σιμά του.
Ένα κλίμα ευφορίας στα κοριτσόπουλα, που
πίστευαν ότι ο φλογερός ερωτιδέας διερμήνευε τον εδικό μας έρωτα. Δε μάθαμε
ποτέ ποια ήταν η αλήθεια, ούτε και τον ρωτήσαμε ποτέ.
Φέτος και για πολλές δεκαετίες πίσω, στα
πανηγύρια τμης Παναγιάς, του Άι--Γιαννιού και του Σταυρού μας έχουν χάσει όλους
και μόνο εγώ απόμεινα παροπλισμένος, με κάτασπρα μαλλιά παππούς και φορτωμένος
χρόνια.
Όλοι οι άλοι έχουνε από.καιρούς αποδημήσει
και οι κοπέλες
--όσες απόμειναν -- έχουν παραγεράσει.
Τόση πικρή και μαύρη μοναξιά,
τόση απαξίωση, φθορά κι ευτελισμός και τόση
θλίψη
στοιβαγμένη
πού να χωρέσει, Θεέ μου !
(Από την Ποιητική Συλλογή μου
"ΔΑΚΡΥΣΜΕΝΑ ΦΕΓΓΑΡΙΑ"
Α' Έκδοση 2013)
Του
Ηρακλή Βουλγαράκη)
"Φ ι λ ί α ς ε γ κ ώ μ ι
ο"
Αφιερωμένο
Στον Βασίλη Σπανάκη,
Πτέραρχο Π.Α. ε.α.
Αγέραστη κι αμετακίνητη,
σαν τα ψηλά βουνά η φιλία μας.
Κάπου επτά δεκαετίες,
χωρίς καμιά διακοπή.
Ήμασταν αμούστακα παιδιά
με το πηλίκιο του μαθητή
και αλωνίζαμε ανέμελοι
τους πυρωμένους ασφαλτόδρομους της πόλης.
Και τώρα με κάτασπρα μαλλιά, σεβάσμιοι
παππούδες.
Μια όμορφη, αλέκιαστη και αψεγάδιαστη φιλία.
Χωρίς πρωτόκολλα κι υπογραφές και άνευ όρων
και ορίων η αμοιβαία προσφορά.
Κοινός ο κορβανάς για έναν μπακλαβά ή για το
σινεμά.
Δίχως ιδιοτέλεια και νοσηρή υστεροβουλία.
Καθάρια σαν το κρύσταλλο κι ευώδης και
τρυφερή καθώς το άγγιγμα αγγελικών πτερύγων.
Και στις διακοπές, ώρες ατέλειωτες κουβέντα
για τις ωραίες λατρεμένες μας στο φως του φεγγαριού, που φάνταζαν νεράιδες
καλλιπλόκαμες μέσα στων ρεμβασμών την ευφροσύνη.
Πόσες φορές μας βρήκε άγρυπνους η ρόδινη
αυγή!
Καλή αντάμωση, παλιόφιλε,
σε μια καινούργια ανατολή,
που ίσως μας προσμένει.
(Από την Ποιητική Συλλογή μου
"ΣΠΟΝΔΕΣ"
Β'
Έκδοση 2017)
(Του
Ηρακλή Βουλγαράκη)
"Α λ η σ μ ό ν η τ α χ ρ ό
ν ι α"
Οι αμυγδαλίτσες θρόιζαν περίλυπες, λες και
θρηνούσαν που τους κλέψανε, μες στο κατακαλόκαιρο την πλούσια
σοδειά τους.
Τώρα γυμνές, θεόφτωχες και καταφρονεμένες.
Και είχαν μια αξιοπρέπεια και κάποιο κύρος
πριν και κάποια αυταρέσκεια μες στην αυτάρκειά τους.
Και τώρα εμείς, με τη γιαγιά -- Καλλή και τις
μανάδες,
πρωτοξαδέρφια σκανταλιάρικα καμπόσα,
αραδιασμένα ξεφλουδίζαμε τους ώριμους
καρπούς, καταχτυπώντας τους με πέτρες αιχμηρές πάνω σε άλλες πέτρες.
Τους μεγαλύτερους τους σπούσαμε, και πάντα
συνωμοτικά, και κρύβαμε την ψίχα.
Κι οι μάνες κι η γιαγιά, τάχα αδιάφορες, να
υπομειδιούν για την κατεργαριά μας.
'Ύστερα τους βελονιάζαμε σε αρμαθιές, ίσαμε
το μπόι του καθένας τη δική του, -- κολαΐνες
όπως τις λέγαν στην ντοπιολαλιά -- και τις
ξεραίναμε στον ήλιο.
Κι όταν οι μάνες έφτιαχναν μουσταλευριά από
τα μοσχοστάφυλά μας, τις κολυμπούσαμε πολλές φορές,
ώσπου να γίνουνε θεόχοντρες και τις
στεγνώναμε στον ήλιο.
Άλλη πιο νόστιμη, ζηλιάρα λιχουδιά, με
παραμύθια κι όνειρα δεν είχε μεταγίνει,
στις χειμωνιάτικες βεγγέρες μας, κατάντικρυ
στο πυρωμένο παραγώνι.
Ευλογημένα κι αλησμόνητα και ανεξαγόραστα τα
παιδικά μου χρόνια.
Τώρα μήτε βεγγέρες, μήτε κολαΐνες, μήτε
μουσταλευριά.
Ξεράθηκαν κι οι μυγδαλιές κι εμείς ν'
ακολουθάμε με άσπρα μαλλιά και κάποιοι αποδημήσαντες , σχεδόν λησμονημένοι.
( Από την Ποιητική Συλλογή μου
"ΣΠΟΝΔΕΣ"
Β' Έκδοση 2017)
Του
Ηρακλή Βουλγαράκη)
"Δεκαπενταύγουστος" *
Να με κι απόψε πάλι εδώ, πατρίδα,
να μαζεύω ξενυχτώντας σταλαγματιά --
σταλαγματιά
στις άδειες χούφτες μου
μάλαμα ακριβό
το αυγουστιάτικο φεγγάρι...
Αφέντρα Παναγιά, προσκυνητής στη χάρη σου
προσπέφτω
κι αναθυμούμαι τους παλιούς μακαρισμένους
χρόνους.
Τότε, που δεν υπήρχε μήτε πλούτος μήτε και
τόση ξιπασιά,
μήτε κι η γύμνια που σκεπάζεται
με ψυχεδελικά στη σάρκα ξόρκια
κι ούτε τ' απαστράπτοντα στα φάλια μπιχιλιμπίδια, μήτε τα κινητά
τηλέφωνα, μήτε τα ευγενή ποτά, μήτε κι εκείνοι οι.
"κομψοί", τάχα μοντέρνοι τρόποι
που απόψε κατακλύσανε την όμορφη πλατεία.
Τότε οι γέροι φάνταζαν μες στα φτωχά σαλβάρια
τους, με τα κεφαλομάντιλα να ισκιάζουνε στα μάτια τους σοφή μιαν εγκαρτέρηση
και μια σεμνή αγιοσύνη, κι οι άντρες λεβεντόκορμοι με την τραχιά, βασανισμένη
όψη, και τα παλικαρόπουλα με λάμψη αρχαγγελική μες στη λιτή τους φορεσιά κι
ατίθαση την κόμη να πυρπολούν σεμνόπρεπα, με αδέξιες ματιές,τις ηλιογέννητες
με τις φλογάτες παρειές απ' την αιδώ και του
χορού την έξαψη.
Κι όταν πυρακτωνόταν ο χορός
κι έσκιζε σπαραχτικά, με λυγμική παραφορά, τα
φυλλοκάρδια της η λύρα,
χτυπούσαν οργισμένα τις πατούσες τους στη γη,
αρνούμενοι με απόγνωση τη χοΐκή τους μοίρα.
και να ηχούνε ακατάπαυστα χαρμόσυνες ευχές
και στ' ακροδάχτυλα, του ονείρου πυρκαγιές, ξέχειλα τα ποτήρια.
Πόσοι από σας να είστε απόψε ακόμη εδώ και
πόσοι απόντες λατρεμένοι, και πόσο αλλάξαν οι καιροί και πόσο η χαμένη σου,
πατρίδα μου, σεμνότη με πληγώνει !...
Να με κι απόψε πάλι εδώ,
να μαζεύω ξάγρυπνος μια--μια
τις σκόρπιες χάντρες που σου απόμειναν, να
τις κρεμάσω αστραφτερό, στερνό χαΐμαλί, στον άχραντο λαιμό σου, αγαπημένη !...
(Από την Ποιητική Συλλογή μου
"ΑΡΩΜΑ ΦΘΙΝΟΠΩΡΟΥ"
Α' Έκδοση 2003);
* Έχουν περάσει κάποιες δεκαετίες από
τότε που γράφτηκε, αλλά είναι πάντα
επίκαιρο, λόγω του μεγάλου πανηγυριού που γίνεται κάθε χρόνο!!!!
(Του Ηρακλή Βουλγαράκη)
"Τ ο υ ν ό σ τ ο υ"
Το μαγικό βουνό της παιδικής μου φαντασίας, η
Σελένα ,
απέκρυβε το λαμπερό πρόσωπο
του ήλιου, όταν από το γλυκοχάραμα το φως
του, διαθλώμενο στη στιλπνή διαφάνεια των οριζόντων, καταύγαζε τον κάμπο με τ'
ασημόφυλλα λιοστάσια και τους λόφους με τα χλωροπράσινα αμπέλια και τα
οξυκόρυφα ασκητικά κυπαρίσσια, που δέονταν με κατάνυξη στην πρωινή ευδία της
ευλογημένης γαλάζιας μου πατρίδας.
Εδώ, μες στα φλογισμένα λιοπύρια και στα
σκονισμένα απομεσήμερα, βουτηγμένοι στον
ιδρώτα ευωδιάζαμε απροσδιόριστα το παρθενικό άρωμα της παιδικής μας αγνότητας
και ξεγλιστρούσαμε σαν άνεμος στα διάσελα και στους χωματόδρομους,
που μοσχοβολούσαν λιβανόχορτο, ρίγανη και
θυμάρι, παίζοντας τους κλέφτες κι
αστυνόμους.
Και ήμασταν όλοι παρόντες, όλο εκείνο το
ατίθασο παιδομάνι,
το ανυπόταχτο ξυπόλητο τάγμα των αρχαγγέλων
σου,
βασανισμένη μου πατρίδα, συνεπείς, θαρρείς,
σε μυστικό σου προσκλητήριο.
Και νιώθαμε υπέροχα ωραίοι και
τρισόλβιοι, καθώς αγρυπνούσαν πάνω μας, με
απέραντη τρυφερή εγκαρτέρηση και μακροθυμία,
χαρακωμένα από τις βαθιές ρυτίδες του μόχθου και της αρμύρας, τα γαλήνια και
χαρμόσυνα πρόσωπα των γονιών μας και τα χάδια από τα ροζιάρικα χέρια τους να
καταπραΰνουν την έξαψη της φτώχειας και της στέρησης...
Να 'ξερες πόσο σε λαχτάρισα, πατρίδα ! να
εξαργυρώσω τη γνώση και τη μοναξιά, που σύναξα περιπλανώμενος στην ξένη, με μια
μονάχα φούχτα απ' το χώμα σου, που μέσα του σφαλνά εγκάρδιες τις αγιασμένες μνήμες
των προγόνων μου, με όλο εκείνο το σεμνό
και απλό τους μεγαλείο
και όλες εκείνες τις αιθέριες μεθυστικές
οσμές του δυόσμου, του βασιλικού, του μοσχοστάφυλου, του δεντρολίβανου και του
κυπαρισσόξυλου, και την υγρή μοσχοβολιά του νοτισμένου χόρτου κάτω απ' την
αυγουστιάτικη πανσέληνο
και ύστερα να ξαποστάσω.
Δέξου με, σε παρακαλώ, πατρίδα
μακρινή, πικρή μου γλυκομάνα.
Κουράστηκα να συνωστίζομαι στα σκοτεινά
αδιέξοδα των περιπλανήσεων και άλλο δε δύναμαι ασκόπως να ξοδεύομαι
στων αδικαίωτων προσδοκιών τις βασανιστικές παραισθήσεις και
των ανέφικτων ονείρων
την οδυνηρή ουτοπία.
Δέξου με, πατρίδα,
τη γέννηση με τη θανή μου να συνδέσω στη μεγάθυμη ζεστή αγκαλιά σου,
γλυκύτατη πατρίδα, πικρομάνα μου!
(Από την Ποιητική Συλλογή μου
"ΚΑΛΗΝΥΧΤΑ, ΛΟΙΠΟΝ"
Α' Έκδοση 2011)
《Ε Π Ι Κ Α Ι Ρ ΟΤ Η Τ Α》
" Η Σ τ α λ ί δ α "
(Αναδημοσιεύω από το υπ' αριθ.
3265/ 1847/ 26--6--1961 φύλλο της εφημερίδας
"ΜΕΣΟΓΕΙΟΣ" σχετικό δημοσίευμά μου , επειδή γίνεται, τις μέρες αυτές,
πολύς θόρυβος για το ίδιο θέμα )
Η Σταλίδα απλώνεται ανάμεσα στα Μάλια και στη
Χερσόνησο, επάνω στον αμαξιτό δρόμο που ενώνει το Ηράκλειο με τον Άγιο Νικόλαο.
Είναι περισσότερο γνωστή σαν τοποθεσία , παρά σαν κατοικήσιμος χώρος. Όμως δεν
θά 'ταν τολμηρό να προβλέψουμε, κάπως πρόωρα βέβαια, πως ο χώρος τούτος θα
αξιοποιηθεί κάποτε, αφού παρουσιάζει εξαιρετική κίνηση τώρα , που καμιά ίσως
αξιόλογη εξυπητέτηση δεν προσφέρει στον επισκέπτη, παρά την τόσο καλοπροαίρετη
διάθεση των ελαχίστων κατοίκων της.
Είναι ένα ακρογιάλι ειδυλλιακό, επιβλητικά
μεγαλόπρεπο με διάχυτη παντού την αίσθηση της γαλήνης που αγγίζει τα όρια της
μακαριότητας.
Κάθε
πρωί αναδύεται μέσα από το πέλαγος
σύφλογη πελώρια μπάλα ο ήλιος και χτυπάει πλαγιαστά τα ρυτιδωμένα νερά,
που ανατριχιούν έντονα μια θαμπή γυαλάδα σαν
αναλυωμένο
μολύβι.Αρκετά φοινικόδεντρα αραδιασμένα στην
άμμο, μερικά μέτρα μακριά από το κύμα αντανακλούν σαν λόγχες τις πρωινές ψυχρές
ηλιακτίδες με τα βρεγμένα τους φύλλα και δημιουργούν την εντύπωση τοπίου εξωτικού.
Διάχυτη μέχρι βαθιά στον ορίζοντα μια φρεσκάδα , μια σιλπνή απεραντοσύνη. Και
το καταμεσήμερο κάτω από το φλογισμένο καλοκαιριάτικο άπειρο ένα αργυρό σύθαμπο
από χλιές πνοές ενώνει ακαθόριστα τη γλαυκή θάλασσα με τη χρυσοπράσινη παραλία.
Κι από ψηλά πολύ ο πλατύστερνος ουράνιος θόλος μετεωρίζεται αχνογάλαζος πάνω
στη στενή και άσαρκη γη, που στριμωγμένη ανάμεσα στο κύμα και στο λόγγο
παραδίδεται ολοχρονίς σαν γόνιμη μήτρα σε πλούσια κυοφορία. Φτωχοί ξωμάχοι,
ξυπόλυτοι, ξερακιανοί κι ηλιοκαμένοι περιφέρονται με εγκαρτέρηση στις στενές
χλωροπράσινες λουρίδες της γης κι η προσδοκία της πλούσιας σοδειάς τους
πλημμυρίζει μ' ελπίδα. Κι όταν τα βράδια πλακώνει η γαλήνη κι η νύχτα, οι πιο
ξεκούραστοι αρπάζουν στα χέρια πυρσούς αυτοσχέδιους και ξεχύνονται στις ακτές
κυνηγώντας θαλασσινά. Τα γυμνά πέλματα πορεύονται ευχάριστα στην υγρή άμμο,
αφήνοντας βαθιά τα χνάρια τους κι ύστερα το ίδιο ανώδυνα γαντζώνονται στα
σχισμένα βράχια, υποταγμένα ανυποψίαστα στον αδέκαστο και ακατάλυτο νόμο της
επιβίωσης.
Το κύμα τους πιτσιλίζει τις γυμνές κνήμες και
στο σκούρο πρόσωπο οι αλμυρές υδάτινες στάλες σμίγουν με τον ιδρώτα
και διαθλούν μπρος στην ωχροκίτρινη φλόγα του
πυρσού την αδιόρατη αγωνία της πάλης του ανθρώπου με τη θάλασσα.
Κι όταν πια η κούραση τους παραλύει τους αρμούς και ο ύπνος απλώνεται σαν γλυκιά χαύνωση στο
νου και στο σώμα ,
γυρνούν στα καλύβια τους και παραδίδονται
λυτρωτικά στα κουρελιασμένα στρωσίδια. Το πρωί αρχίζει πάλι ο ίδιος αγώνας το
ίδιο σκληρός κι ανελέητος.
Σπάνια καράβι ή άλλο πλεούμενο φαίνεται στον ορίζοντα που ελέγχει το
γυμνό μάτι. Μόνο τις σκοτεινές νύχτες
μερικές ψαρόβαρκες αφήνουν τουα κολπίσκους ,
τα Μάλια και τη Χερσόνησο κι αφού ερευνήσουν τα κοντινά ακρογιάλια,
καταδέχονται να κουρσέψουν και τα μακρινά της Σταλίδας. Κι όταν το ξημέρωμα
ασημώσει την πλάση σέρνονται βαριές, κουρασμένες και κρύβονται στις βαθύκολπες
ακτές.
Η
εκκλησιά του Άη - Γιαννιού και ανατολικά η εκκλησιά του
Άη - Δημήτρη, κτισμένες σε μικρά υψώματα,
δεσπόζουν γύρω με τους τοίχους φαγωμένους από την αλμύρα και τον βοριά.
Εσωτερικά φτωχικές και απέριττες, με λίγες εικόνες και μερικά λιανοκέρια
μισοκαμένα, εμπνέουν θρησκευτικό δέος και
κατάνυξη στον προσκυνητή.
Οι
φτωχοί ξωμάχοι έχουν προστάτες τους Αγίους και πάντα θα δει κανείς σε κάποια
γωνιά καρπούζια , πεπόνια και άλλα μποστανικά, αφιερωμένα
--ταπεινό δείγμα ευγνωμοσύνης-
στη
χάρη τους.
Μερικά χαμόσπιτα σκεπασμένα με φύκια και χώμα,
σκορπισμένα άτακτα στον μικρό κάμπο,
προσφέρουν άσυλο σε κάποιες οικογένειες, που λαχτάρισαν να χαρούν τη ζωή σ' ένα
γραφικό και γαλήνιο ακρογιάλι. Κάθε μεσημέρι κρουστές παιδικές σάρκες
πλατσουρίζουν, ξεφωνίζοντας στα ρηχά και
πιο πέρα τα πλαδαρά γέρικα κορμιά θάβονται ωχρά για λίγα λεπτά στην καφτή άμμο. Τις Κυριακές η παραλία
πλημμυρίζει από νέους ξέφρενους αστούς εκδρομείς , που γοητευμένοι από την
ομορφιά της Σταλίδας, επιδίδονται ξέγνοιαστοι σε εύθυμα παιγνίδι στο νερό και
στην πεντακάθαρη χρυσή άμμο.
Τρώγουν με βουλιμία τα νόστιμα φαγητά και τα
γλυκόχυμα φρούτα και ύστερα ξαπλώνονται κάτω από τις χουρμαδιές και βυθίζονται
σε κακάριο ύπνο.
Το βράδυ επιστρέφουν στην πόλη ενθουσιασμένοι
που μια ακόμη μέρα τους δεν πήγε χαμένη.*
* Αν και η Σταλίδα άλλαξε φυσιογνωμία,
κράτησε ακέραιη και αναλλοίωτη όλη την
ομορφιά και τη διαχρονική της
μαγεία που σας προσφέρει
απλόχερα. Ζήστε την!!!!
Ηρακλής Αρ. Βουλγαράκης
Ηράκλειο 10--6—2019
(Του Ηρακλή
Βουλγαράκη)
" Ο ι ε π α ρ χ ι ώ τ ε ς
"
Το ίδιο πάντα σκηνικό, πλην Κυριακής, στα
γρουσουζάδικα,
μαγέρικα με λαϊκές τιμές στο φάλι του
Μεγάλου Κάστρου.
Χώρος συνάντησης για τους χωριάτες με την
παλιομοδίτικη λιτή περιβολή• λερά πουκάμισα,
σακουλιασμένα πανταλόνια,
τραγιάσκες μες στη λίγδα βουτηγμένες.
Ο χρόνος ψηλαφούσε πάνω τους
νωπές ακόμη του πολέμου τις πληγές.
Απέθεταν το άδειο λαδοκάνιστρο και τον
ντρουβά με τις προμήθειες στον καφενέ του συντοπίτη τους, του γερο--Βράκα. Και ύστερα συντεταγμένοι και
θορυβούντες,
μήπως και δε τους προσέξουν,
τραβούσαν ίσια για το φαγοπότι.
Η τσίκνα απ' τις μπριζόλες και η βαριά οσμή
του μπακαλιάρου και
της ρέγγας τους διαπερνούσε τα
ρουθούνια και καρφωνόταν αιχμηρή στο
πεινασμένο τους κρανίο.
Κανείς απών• ήταν ντροπή να επιστρέψει στο
χωριό του πεινασμένος. Σήμα κατατεθέν της ευωχίας η οδοντογλυφίδα,
που τη στριφογυρίζανε επιδεικτικά ίσαμε το
χωριό
στο χορτασμένο στόμα, σαν έγκυρο και
αδιάψευστο πειστήριο.
Εξέθεταν καμαρωτοί και εις "δημοσίαν
θέαν" και μια κουλούρα χάσικη από 'να σπάγκο
κρεμασμένη, που την κουνούσαν
πέρα--δώθε ρυθμικά, καθώς το θυμιατό ο
ιερέας.
Η φτώχεια, φτώχεια,
μα πιο τρανή η περηφάνια, που κάποιοι άλλοι
την ονομάτιζαν αλλιώς.
Αλίμονο αν σου κολλούσε τη ρετσινιά του
γύφτου η κακοήθεια και η μικροψυχία του
χωριάτη.
Άντε μετά ν ' αποκαθαριστείς.
Και ύστερα η υποδοχή απ' τα παιδόγγονα στο
σπίτι πανηγυρική και πάντα η ίδια,
λες κι ήταν σκηνοθετημένη.
Θα μοιραστούν τις λιχουδιές
και τη λαχταριστή φρατζόλα
--τα διαπιστευτήρια -- απ' τη μεγάλη
πολιτεία.
Όλο τους το ταξίδι
ετούτη η βαριά κι ατίμητη χαρά
και η πιο ακριβή αποζημίωση
--τη βίζιτα στις παστρικιές δεν την
μετρούσαν-- όταν χορτάτα
λάμπανε της φαμελιάς τα μάτια.
(Από την Ποιητική Συλλογή μου
"ΚΑΛΗΝΥΧΤΑ, ΛΟΙΠΟΝ"
Α' Έκδοση 2011)
(Του
Ηρακλή Βουλγαράκη)
"Η
μ α γ ε ί α τ ο υ έ ρ ω τ α"
Ήτανε Αύγουστος
και ήσουν νιόφερτη
-- απ' άλλη γη και απ' άλληνε γενιά -- στην
όμορφη, φιλόξενη πατρίδα μου, με τις κατάφορτες κληματαριές, με τις συκιές και
τις ροδιές, τα χλοερά περβόλια,
τα λιοστάσια, τα γέρικα ξωκλήσια της με τα
βουβά καμπαναριά να συντροφεύουν στη γαλήνη τους ασκητικά τα κυπαρίσσια.
Κι ήσουν ολόγλυκια κι ευωδιαστή σαν ρώγα
μοσχοστάφυλου και μελωμένη οπώρα κι έλαμπαν στιλβωμένα τα εβένινα μαλλιά σου
από 'να απαλό γαλάζιο φως
και σου κορνίζαραν το ροδαλό σου πρόσωπο με
τα γραμμένα χείλη σου και τα ψιχαλιστά μελένια μάτια.
Κι έμοιαζες μες στο φλογισμένο απομεσήμερο
μια εκτυφλωτική έκλαμψη φωτός μέσα στου άπειρου φωτός το θάμβος.
Κι οι νύχτες με τ' ολόγιομο,
πελώριο φεγγάρι σ' έλουζαν αφειδώλευτα με
φωτερό
--
θαρρείς -- υγρό σκοτάδι κι ασημόσκονη κι έλαμπες νεράιδα των παραμυθιών
σε μαγικά κι ολόφωτα μαγνάδια τυλιγμένη.
Κι ευώδιαζες όλη γιασεμί
και το άλικό σου στόμα
άνοιγε
κόκκινο τριαντάφυλλο
σε μια μεθυστική ανάσα λιγωμένη, λες με τη
δική σου ανασαιμιά ν' ανάσαινε όλη η πλάση.
Έτσι στην έφηβή μου μνήμη στοίχειωσες κι έτσι
ακόμα σε θυμάμαι.
Αγνή και άχραντη, άσπιλη και αμόλυντη,
πάλλευκη, ηλιόχαρη
και ηλιοστάλαχτη, ιδανικά σεμνό κι έκθαμβο
κάλλος, ν' αχτινοβολείς μιαν ευφροσύνη χαμογελαστή, σαν ήλιος ροδινός που ανθεί το γλυκοχάραμα
και μιαν ευώδη απαλή γλυκύτητα κι ένα
ευγενικό ερωτικό λαχτάρισμα, που σου δονούσε λυγμικά το τρυφερό και πυργωμένο,
μυροβόλο στήθος.
Κι έρχεσαι απρόσκλητη
και χάνεσαι σαν αναπόδραστη
κι αέναη συνήθεια, μονοπωλώντας αποκλειστικά
τη μνημοσύνη και μου φτερώνεις τον χαύνο και στείρο σταχασμό
και με μεθάς με μιαν άκρατη τρισεύγενη ηδονή
και σαν ιερή παραίσθηση αγιάζεις την αγρύπνια μου
και μ' ευωδιάζεις
και με παθιάζεις
και σε υμνώ
έφηβο άνθος μου αμάραντο,
της εύοσμης πικρής μου νιότης
λατρεμένη.
(Από την Ποιητική Συλλογή μου
" ΚΑΛΗΝΥΧΤΑ, ΛΟΙΠΟΝ "
Α' Έκδοση 2011)
Αληθινές ιστορίες με
τη γιαγιά Καλλή》
Ο φόβος του κατακτητή και η βαρυχειμωνιά του
1943 μας έφερνε από νωρίς κλεισμένους στα σπίτια μας. Γύρω από το πυρωμένο
τζάκι είχαμε αραδιαστεί η μάνα , εγώ και η πρωτότοκη αδελφή μου η Μαρία, η
γιαγιά μας η Καλλή και το Φροσυνάκι, γειτόνισσα ,θεία της μάνας μας, ανύπαντρη.
Οι διηγήσεις έδιναν κι έπαιρναν και η αδελφή
μου κι εγώ ακροατές.
Σε κάποια φάση η γιαγιά μίλησε για τον άνδρα
της τον Ηρακλή, τον φημισμένο σωμαρά σε όλα τα χωριά της περιοχής της
Λαγκάδας.Κάποια Κυριακή είχε πάει στις Ποταμιές για επαγγελματικούς λόγους και
νυχτώθηκε στο ρέμα της Πηγής κατά την επιστροφή του στον Μοχό. Κάπου, μεσοστρατίς,
ο διάβολος μεταμορφωμένος σε λαγό, με μάτια πυροκόκκινα τον ακλουθούσε κατά
πόδας και παρά τους εξορκισμούς και τα σταυροκοπήματά του δεν έλεγε να φύγει.
Όταν πλησίαζαν στο χωριό, κοντά στο εξωκκλήσι του Αγίου Νικολάου έκανε την
τελευταία του ευχή: " Άι-Νικόλα μου, ξεμίστεψέ με από τουτονέ το δαίμονα
κι εγώ θα σου φέρω στη χάρη σου ένα σωμάρι με σαράντα πούλια". Το φρικιό
εξαφανίστηκε προς το ρέμα μ' ένα δαιμονισμένο θόρυβο.
Κάπου εδώ η μάνα μας ρώτησε τη γιαγιά Καλλή :
-- Και ήκαμέ το, μπρε,το σωμάρι;
--Όι, δεν το 'καμε ακόμη , μα ο Άγιος
ανιμένει σαράντα χρόνους.
Δεν πρόλαβε να τελειώσει την τελευταία λέξη
κι ακούστηκαν τρία έντονα χτυπήματα , λες κι ήταν επισκέπτης, στην κλειστή
πόρτα της κουζίνας που ήταν στην κορυφή του κεφαλόσκαλου και μεσολαβούσε η
σκάλα, η αυλή και η κατάκλειστη βαριά αυλόπορτα.
Τα παιδιά, η αδελφή μου κι εγώ
τρυπώσαμε στην αγκαλιά της μάνας, ενώ η
γιαγιά , γυναίκα ψύχραιμη και ατρόμητη έτρεξε και άνοιξε την πόρτα της κουζίνας
φωνάζοντας για να μας εμψυχώσει: "Κιανείς δεν είναι!!"Όμως την είδα
να σταυροκοπιέται. Μέχρι σήμερα κανείς δεν μου έχει δώσει μιαν απάντηση. Όλοι
σηκώνουν τους ώμους προβληματισμένοι και σωπαίνουν.
(Του Ηρακλή Βουλγαράκη)
"Α δ ε λ φ ι κ ή δ ι α μ ά χ η"
Με τραγούδια και κλάματα
το σπίτι γεμάτο
και φωνές και γινάτια --
--αχ , Θεέ μου, τι φασαρία !--
την αγάπη μοιράζονται
απ' το ίδιο το πιάτο,
κάτι που αρνείται σαφώς
η καπάτσα Μαρία.
Είναι, βλέπεις , πρωτότοκη
κι απαιτεί τη μερίδα
του λέοντος σε ολονών
την καρδιά και αγκάλη
και δε σηκώνει αμφισβήτηση
αυτή η ελπίδα
κι η αδελφούλα δεν τολμά
να σηκώσει κεφάλι.
"Μαρία, μαζέψου ευθύς
στα δικά σου παιγνίδια
κι άφησε κάποιο στο μικρό μας
μωράκι να παίξει",
αλλ' εκείνη τ' αραδιάζει
στα δικά της στρωσίδια,
που είναι σαν πρωτότοκη
μη στάξει και μη βρέξει.
Και κυλάει στα μάγουλα
διαμαντένιο το δάκρυ
και τα κλείνει η μανούλα
στη ζεστή της αγκάλη
κι απομένουν στ' αζήτητα
τα παιγνίδια στην άκρη
κι η γαλήνη απλώνεται
μες στο σπίτι και πάλι.
(Από την Ποιητική Συλλογή μου
"ΔΗΜΟΠΡΑΤΗΡΙΟ ΑΙΣΘΗΜΑΤΩΝ
Α' Έκδοση 2009)
γ ι ο ρ τ ή τ η ς μ ά ν α ς》
( Του Ηρακλή Βουλγαράκη)
" Α υ τ α π ά ρ ν η σ η " *
( στη μάνα μου)
Σχεδόν παιδί σε πάντρεψαν, μανούλα,
μόλις που άρθρωνες του έρωτα
τη γλώσσα
και, πριν καλά το στοχαστείς,
φτωχούλα,
πέντε παιδιά 'σερνες οπίσω σου
σαν κλώσσα.
Και με λιοπύρι και με χιόνι
πάντοτε αγόγγυστα τραβούσες
στ' αμπέλι, στο χωράφι, στο αλώνι,
κι αλλόφρονη τις νύχτες μάς μετρούσες
μην τάχα χάθηκε κανένα
μην κάπου σου ξεστράτισε το βράδυ
και φύλαγες για το καθένα
ολόγλυκο ψωμί και χάδι.
Καμιά για σε μέρα γαλάζια
και πάντα με κομμένη ανάσα
μες στου αγώνα τα γρανάζια
και ύστερα άψυχη στην κάσα.
Μέσα στα νεκρικά σου ατλάζια
νυφούλα μου 'δειχνες θλιμμένη
κι ας μη σε παίδευαν μαράζια
στη σιωπή σου κλειδωμένη.
Κι έσκυψα πάνω σου μανούλα
στερνή φορά να σε φιλήσω
και μου 'πες με πνιχτή φωνούλα:
"Παιδί μου, πού θα σας αφήσω ;"
(Από την Ποιητική Συλλογή μου
"ΑΡΩΜΑ ΦΘΙΝΟΠΩΡΟΥ"
Α' Έκδοση 2003)
* Γράφτηκε πριν από 40 χρόνια, που μας έφυγε
για τη χώρα των μακάρων, αλλά εγώ επιμένω να την μνημονεύω πάντα με τους ίδιους
θρηνητικούς στίχους και με την ίδια πάντα ευγνωμοσύνη!!!!
(Του
Ηρακλή Βουλγαράκη)
"Και δόξα σοι ο Θεός"
Φύσηξε άνεμος δυτικός
και συνεπήρε την ψυχή μου
προς την πατρώα γη.
Πρώτη με συναπάντησε η μάνα
με το θυμιατό κι ένα κλωνί βασιλικό κι ένα
φιλί
και ο παππούς ξοπίσω της με την ασκητική
μορφή, με το πλατύ χαμόγελο και το αγαθό του βλέμμα, με τα φτωχά σαλβάρια του
και την απλή ζωή του.
Το καλωσόρισμα, το χειροφίλημα και ύστερα
χιονοστιβάδα οι μνήμες.
Θάλασσα από στάχυα, αμπέλια θαλερά, συκιές
και κυπαρίσσια,
γέρικοι ελαιώνες και περιβόλια
μ'ολάνθιστες ροδιές, ασπάλαθοι,
ρίγανη και θυμάρια λικνίζονταν, θαρρείς,
ακόμα ειρηνικά μπρος στα ωραία μάτια του, μέσα σε μια αινιγματική ράθυμη σιωπή
και στη σοφή του εγκαρτέρηση.
Μια κούπα κόκκινο κρασί για πρωινό μ' ένα
λιτό προσφάι
κι έφευγε για το όργωμα της στέρφας γης του.
Ένα σύντομο σταυροκόπημα κοιτώντας την
ανατολή
κι ένα το πρόσαργο τη δύση.
Και δόξα σοι ο Θεός.
Και ύστερα στην ανάπαυλα της χειμωνιάς,
χωμένος μες στην κάπα του δίπλα στο παραγώνι
με μια παραμυθία ιερή ν'ανθίζει μέσα του μια
πλούσια σοδιά.
Το θέρισμα, τ' αλώνισμα, το λίχνισμα και
ύστερα το άλεσμα , το ζύμωμα, το φούρνισμα
κι εμοσχοβόλα η γειτονιά ζεστό
ψωμί κι άρτους στα πανηγύρια.
Και δόξα σοι ο Θεός.
Κι έφυγες κι όλα λησμονήθηκαν
λές κι ήταν παραμύθι.
Μια φωτογραφία σ' ένα καρφί
απόμεινε να ιστορεί παρατημένη
εκείνη την ονειρική αξέχαστη εποχή.
Και δόξα σοι ο Θεός.
Στο ξόδι σου, παππού, ήμουν απών, μα το φιλί
σου στη φωτογραφία μου καθώς με αποχαιρετάς
το νιώθω να καίει καυτό,
κι ας έχουνε διαβεί αιώνες,
στο μάγουλό μου το ρικνό.
Εις το επανιδείν, παππού,
και να 'σαι ευδαίμων πάντοτε
στη χώρα των μακάρων.
Και δόξα σοι ο Θεός.
( Από την Ποιητική Συλλογή μου
"ΡΩΓΜΕΣ ΠΟΛΥΧΡΩΜΙΑΣ"
Α' Έκδοση 2015)
" Μ α ν ο ύ λ α μ ο υ "
Μέσα στον κόσμο τον μικρό,
κάποιο φθινόπωρο πικρό
γεννήθηκα μες στη χαρά,
μα δεν τη βρήκα πουθενά
μόνο στ' ονείρου τα φτερά,
μανούλα μου, μανούλα μου!
Κι όλο σε ψάχνω με φωνή,
που πνίγεται στη σιωπή
κι είμαι μεγάλος τώρα πια,
μου 'χουν ασπρίσει τα μαλλιά
και με κυκλώνει παγωνιά,
μανούλα μου, μανούλα μου!
Και φεύγουνε οι εποχές
κι εγώ θαρρώ πως ήταν χθες,
που με καμάρωνες μικρό
και λαχταρούσες να σου πω
πόσο, μανούλα , σ' αγαπώ,
μανούλα μου, μανούλα μου!
Ώσπού 'πεσε η σκοτεινιά
στη φτωχική μας γειτονιά
και τη ματιά τη φωτεινή
και το γλυκό σου το φιλί
τα 'σβησε η μαύρη σου θανή,
μανούλα μου, μανούλα μου!
Να 'ξερες πόσο λαχταρώ,
να μπόραγες να σε χαρώ,
έστω για μια στερνή φορά
να μου χαϊδέψεις τα μαλλιά
κι εγώ να κρένω τρυφερά,
μανούλα μου, μανούλα μου!
(Από την Ποιητική Συλλογή μου
"ΔΑΚΡΥΣΜΕΝΑ ΦΕΓΓΑΡΙΑ"
Α' Έκδοση 2013)
(Του Ηρακλή Βουλγαράκη)
."Μ ν ή μ ε ς ο δ ύ ν η ς "
Σπιθοβολούσαν τα λιοκούτσουρα
στο πυρωμένο παραγώνι
κι έξω μαινόταν βάρβαρος ο χιονιάς.
Το πατρικό μου, άλλοτε φλύαρη
χελιδονοφωλιά, θύμιζε τώρα
ησυχαστήριο θλιμμένο.
Η μάνα μας φυλάκιζε καρτερικά
βαθιά στα μάτια της τον πόνο
απ' τα δαρμένα όνειρά της
και όταν άναβε τα βράδια το αγιοκάντηλο,
θύμιαζε και το
καπνισμένο εικονοστάσι
και μύριζε απ' το μερτζουβί
όλο το σπίτι αγιοσύνη.
Και ο πατέρας μες στη
βαθιά του συλλογή και τη
σοφή του εγκαρτέρηση,
καθώς εψηλαφούσε τη ζωή,
μια αταλάντευτη πορεία
γεμάτη από προσφορά ,
αξιοπρέπεια και φως,
μα κάποτε αναίτια και φθονερά
απ' τους ανθρώπους συλημένη,
ένα βασανιστικό, πελώριο
και αναπάντητο " γιατί ; "
σπάραζε το άκακο, ζεστό
κι αθώο βλέμμα του.
Και όταν ο πόνος κάποτε
γινότανε βαθύς, βάθαιναν κι οι
ανάσες του κι έμοιαζαν στεναγμοί, για των
ανθρώπων
την ευτέλεια και τη μικροψυχία.
Και αν δεν ήτανε η πρώτη του,
ήταν ίσως η τελευταία του
σιωπηλή διαμαρτυρία.
Και μετ' ου πολύ μετοίκησε
γαλήνιος
στη χώρα των μακάρων.
(Από την Ποιητική Συλλογή μου
"ΡΩΓΜΕΣ ΠΟΛΥΧΡΩΜΙΑΣ"
Α' Έκδοση 2015)
" Ελεγείο του νεκρού πατέρα"
Κατάμονος απόμεινες
στο σπίτι μας, πατέρα,
πνιγμέμος στην ατέρμονη
σοφή σου σιωπή
κι αναρριγάς σαν καλαμιά
με την πνοή του αγέρα,
που τη λικνίζει τρυφερά
με απέραντη στοργή.
Ζεστή φωλιά το σπίτι μας,
πολύβουο μελίσσι,
με σκανταλιές, πειράγματα,
παιγνίδι και φωνή,
απ' τη ροδόχροη αυγή
στην πορφυρένια δύση,
που σήμαινε εσπερινός
κι άρχιζε η προσευχή.
Τώρα τι τάχα σου 'μεινε
να σου κρατά παρέα,
μες στο γυμνό φθινόπωρο,
στην άσωστη νυχτιά,
που όλα σ' απαρνήθηκαν
και χάθηκαν μοιραία
κι η μνήμη τους σε τυραννά
πικρότατη χαρά.
Κι η μάνα χρόνους σου άφησε
και πέταξε στ 'αστέρια
κάποιο θλιμμένο δειλινό,
δεν πάει πολύς καιρός,
κι εσύ με άδεια την καρδιά
και παγωμένα χέρια
τρεμάμενα, προσεύχεσαι
της μοναξιάς φρουρός.
Βαριά η νύχτα σέρνεται
και στο πηχτό σκοτάδι
προβάλλουν ιερές μορφές
που 'χαν καιρό χαθεί,
ό,τι, πατέρα, λάτρεψες
μ' ένα πικρό τους χάδι
να σ' αποχαιρετήσουνε
γλυκά πριν κοιμηθείς.
Κι απλώθηκε στην όψη σου
μια άφατη γαλήνη,
καθώς στα ωραία μάτια σου
βούλιαξε η συλλογή
και μύρισε η κλίνη σου
μια τόση αγιοσύνη,
που πήρες στο ταξίδι σου
κι ευώδιασε η γη...
( Από την Ποιητική Συλλογή μου
"ΔΗΜΟΠΡΑΤΗΡΙΟ ΑΙΣΘΗΜΑΤΩΝ
Α' Έκδοση 2009)
( Του Ηρακλή Βουλγαράκη )
"Ο τρελός του χωριού"
Ο Μανώλης τσ' Εργίνας!
Του χωριού ο τρελός.
Έγγαμος, αλλά τον χτύπησε
η τρέλα κι απεπέμφθη.
Απόβλητος κι αποδιοπομπαίος.
Λιγδιάρης, θλιβερός κι αξιοθρήνητος.
Τα κουρέλια άφηναν γυμνή,
ή σχεδόν γυμνή,
σε κοινή θέα τη σάρκα του.
Ακόμη και το ευπρόσωπο
ανδρικό μόριο.
Κάποτε προτεταμένο
--αλλά ποιος νοιαζόταν τάχα;--
χωρίς καμιά αιδώ ή συστολή.
Τα φλογωμένα μάτια του, ίσως
να πρόδιδαν την έξαψή του.
Δε μιλούσε ποτέ,
μα μήπως στοχαζόταν;
Ερημικός, σιωπηλός κι απόμακρος περιφερόταν
στα καλντερίμια του χωριού,
με τα χέρια δεμένα εμπρός,
σε στάση υποταγής.
Γινόταν καθημερινά παίγνιο
των ξυπόλητων διαβόλων,
που δεν είχαν πολλές ευκαιρίες
να ξοδέψουν
την ενεργητικότητά τους.
Τον λοιδορούσαν, τον χλεύαζαν
και τον περιγελούσαν
και τον πετροβολούσαν κάποτε.
Κι εκείνος βάδιζε ατάραχος,
με μάτια άδεια,
μπηγμένα στο κενό.
Σε κάποιο όραμα; στο πουθενά;
ποιος ξέρει.
Και κάποτε χάθηκε ο Μανώλης,
αποδημήσας ευκλεής.
Ποιος ξέρει τι κουβάλησε
μαζί του στη χώρα των μακάρων.
Το θαύμα της ζωής που τον
ευτέλισε, ή που ευτέλισε εκείνος;
Μια διαμαρτυρία για την
τρέλα του, που αγνοούσε;
Ή μήπως τίποτα;
Ένα πελώριο τίποτα σαν την άβυσσο της αιωνιότητας
που τον κατάπιε.
Τον Μανώλη τσ' Εργίνας,
του χωριού τον τρελό.
(Από την Ποιητική Συλλογή μου
"Σπονδές" Έκδοση 2016--7)
ΠΕΡΙΣ.ΓΙΑ ΗΡΑΚΛΗ ΒΟΥΛΓΑΡΑΚΗ ΔΙΑΒ. ΕΔΩ.https://krisellin.blogspot.com