Τρίτη 22 Δεκεμβρίου 2020

 ΜΝΗΜΗΣ ΧΑΡΙΝ....ΗΡΑΚΛΗ ΒΟΥΛΓΑΡΑΚΗ.....

Άσβεστο πνεύμα νοερό,ψυχή λαμπροφορούσα
Αλήθεια διαχρονικη και πανταχού παρούσα
θα παραμένεις επι γης τον κόσμο να φωτίζεις
κι’ αξίες ακατάλυτες να μας υπενθυμίζεις..!!!
                                                                     [Διαμαντάκης]


Μ’ επίκεντρο τον άνθρωπο και όπλο την γραφίδα
υπηρετούσες άοκνα την Μάνα-Γή-Πατρίδα
Αξίες Πατρογονικές εντός σου κουβαλούσες
απο καρδιάς κι’ απο ψυχής την δύναμη αντλούσες
Πάντα καλοπροαίρετος εφιλομοιραζόσουν
τον πλούτο τον πνευματικό που διαχειριζόσουν
Υπήρξες δάσκαλος ζωής εντός κι’ εκτός σχολείων
και το εφάρμοσες πιστά σε όλο σου τον βίον
Ήσουν ακαπόνητος και πρόσχαρος συγχρόνως
δεν σου επτόησε το νού ο πανδαμάτωρ χρόνος
Με διακριτικότητα κι’ ευγένεια μιλούσες
τον διαυγή του πνεύματος κόσμο σου μαρτυρούσες.!
Ως άνθρωπος κι’ ως δάσκαλος με αίσθημα ευθύνης
εδίδαξες της απαρχές της καρδιοκαλοσύνης
και την αγάπη ύμνησες, εξύψωσες το πνεύμα
Αξίες υπηρέτησες, στηλίτεψες το ψέμα
Με την αλήθεια οδηγό πάντοτε πορευόσουν
για ένα κόσμο ποιό καλό και όμορφο νοιαζόσουν
Οι σκέψεις και τα έργα σου τ’ αληθομαρτυρούνε
μες την ψυχή και την καρδιά, ποιητικώς μιλούνε
[και στις παρόψιμες γενιές έχουν πολλά να ‘πούνε..]
Στην γλώσα την απλοϊκή του μέτρου και της ρίμας
και όσοι δεν την εννοούν...κρίμας..αλήθεια κρίμα..!
                                                                                    [Διαμαντάκης]                 

                         
    
  Λένε του κόσμου οι ποιητές., ποτέ ‘ντως δεν ‘ποθαίνουν
μέσα απο τα έργα τους αθάνατοι ‘πομένουν
Μέσα ‘πο τα γραφόμενα και τα ποιήματά τους
θα μνημονεύεται εσαεί στη γή το όνομά τους
Γιατί κατάθεση ψυχής έχουνε καμωμένη
πάνω στο άψυχο χαρτί υπάρχει τυπωμένη
Και μαρτυρά του πνεύματος και της ψυχής τον πλούτο
που άφησαν ξοπίσω τους στον ψεύτη κόσμο τούτο..
Και όσοι τους διαβάζουνε κι’ όσοι τους μελετούνε
αζωντανή την μνήμη τους πάντοτε θα κρατούνε
Γιατί η γνώση είναι φώς, πνοή ζωής κι’ ανάσα
αξία διαχρονική και όχι πλάνης φάρσα
Εξευγενίζει τις ψυχές τα πνεύματα φωτίζει
κι’ αγαποσυναισθήματα μας καρδιοπλυμηρίζει
Στο άρτιο και τέλειο, συνδράμει του ανθρώπου
και δεν φοβάτε μή χαθεί..όπου κι’ αν πάει..Όπου..!!!
                                                                          [Διαμαντάκης]
              

           
   Απο κοντά δεν έτυχε ποτέ να σε γνωρίσω
μα τούτο δεν μ’ εμπόδισε να σε κατανοήσω
απ’ τα σκεπτοπονήματα και τα γραφόμενά σου
που μαρτυρούν την ομορφιά που είχε η καρδιά σου
Απο τα συναισθήματα η σκέψη σου αντλούσε
κι’ έπαιρνε δύναμη ψυχής και λόγον εποιούσε
Εκφράζοντας τα ευγενή χαρίσματα που είχες
στον χώρο της εκπαίδευσης που χρόνια συμετείχες
Στα έδρανα της μόρφωσης, στις τάξεις των σχολείων
ποτέ σου δεν αρκέστηκες στις γνώσεις των βιβλίων
Ζωής Αξίες δίδαξες., Ήθη χρηστά κι’ αλήθειες
προσφέροντας σημαντικές πνευματικές βοήθειες
Στων παίδων την διάπλαση, στην απαρχή της νιότης
να πάψει μπλιό να δυστυχά στη γή η ανθρωπότης..!!! 
                                                                                 [Διαμαντάκης]

                    
 
  "Δ ι ά ψ ε υ σ η "

Τον όρκο μου ποτέ μου δεν επάτησα,
μήτε το πρόγραμμα παρέβην
ή των βιβλίων τις γραφές.
Μέσα απ' αυτά οικοδομούσα
το πρότυπο του νεοέλληνα
με τον ακραίο πατριωτισμό
και περηφάνια και τη χριστιανική ασφυκτική του ηθική.
Και μέχρι πρότινος, τουλάχιστο,
ήσυχη είχα τη συνείδηση,
ότι έπραξα εις το ακέραιο το χρέος μου.
Και διάβηκαν χρόνοι πολλοί και δίσεχτοι, που η ζωή πορεύεται μέσα από συμπληγάδες και το τραγούδι το εκκωφαντικό το πλάνο των σειρήνων.
Και βλέπω στο σπαραγμένο τώρα βλέμμα των μαθητών μου
που γαλούχησα με τα ιδανικά μου
-- ολάκερη χρεώνοντάς μου την ευθύνη -- ένα αμείλιχτο "κατηγορώ" πνιγμένο μες στο δάκρυ γιατί μ' εμπιστευθήκαν και τους πρόδωσα.
Και πώς ο πόνος να μελώσει,
καθώς βλέπουν να χτίζονται
οι νέοι κόσμοι, έξω από τα προγράμματα
κι έξω από τα κίβδηλα κηρύγματα και τα συνθήματα,
με των ιδανικών τα δάκρυα
και με τα κατεδαφισμένα υλικά
των προδομένων ;
Και τώρα --αλί και τρισαλί μου --
με κυνηγούν απελπισμένα οι ερινύες και οι άπειρές μου ενοχές.
Ήμαρτον, αλλά μαζί με εσάς,
ανύποπτος και αφελής,
παιδιά μου, προδόθηκα κι εγώ.
(Από την Ποιητική Συλλογή μου
"ΔΑΚΡΥΣΜΕΝΑ ΦΕΓΓΑΡΙΑ"
Α' Έκδοση 2013)

                     

    ΜΕ ΤΟ ΒΛΕΜΜΑ..ΚΑΙ ΤΗΝ ΓΡΑΦΙΔΑ  ΤΩΝ ΑΝΘΡΩΠΩΝ ΠΟΥ ΣΕ ΓΝΩΡΙΣΑΝ ΚΑΙ ΣΕ ΑΓΑΠΗΣΑΝ......

    ΗΡΑΚΛΗΣ ΒΟΥΛΓΑΡΑΚΗΣ: “Εσπερινοί”
Ύστερα από σιωπή δύο ετών, δίνει ξανά δυναμικά το “παρών”, στον πιο ευαίσθητο χώρο της λογοτεχνίας, ένας από τους κορυφαίους σύγχρονους λυρικούς ποιητές, ο γνωστός και καταξιωμένος εκπαιδευτικός – ποιητής ΗΡΑΚΛΗΣ ΒΟΥΛΓΑΡΑΚΗΣ, με την έβδομη ποιητική συλλογική, που φέρει το συμβολικό τίτλο “Εσπερινοί”.
Και μπορεί η ποίηση, όπως γράφει ο Τίτος Πατρίκιος, να μην γκρεμίζει καθεστώτα, όμως έχει τη δύναμη να φορτίζει την ψυχή των ανθρώπων την σημερινή εποχή, που υπάρχει μια αόρατη εξουσία, και να τους κάνει να αντιδρούν.
Ευτυχώς υπάρχουν ακόμα ποιητές και μάλιστα της εμβέλειας του κ. Βουλγαράκη, που μας γοητεύουν, μας θέλγουν και μας συγκινούν.
Η νέα αυτή συλλογή είναι προϊόν της απόλυτης ωριμότητας του ποιητή και αποτελείται από 31 ποίηματα, παραδοσιακά ομοιοκατάληκτα και ανομοιοκατάληκτα μοντέρνας τεχνοτροπίας.
Μέσα στην πλούσια θεματολογία, κυρίαρχο και πληθωρικό το συναίσθημα και ο σώφρων διαλογισμός, επενδύονται μ’ ένα σοφά επιλεγμένο ευρηματικό, γλαφυρό και χυμώδη λεκτικό πλούτο, υψηλής ευκρίνειας, που συναρπάζει τον αναγνώστη.
Ο αριστοτεχνικά δομημένος στίχος είναι ρωμαλέος, αυστηρός και συμπυκνωμένος, αλλά ταυτόχρονα τρυφερός και ώριμος. Τούτος ο εκφραστικότατος και μαστορικά δουλεμένος στίχος καταδεικνύει το ύφος και το ήθος του έμπειρου διακόνου της ποίησης ΗΡΑΚΛΗ ΒΟΥΛΓΑΡΑΚΗ.
Γεμάτος περγαμηνές ο ποιητής των “Εσπερινών”, έχει μια εκθαμβωτική πορεία στη λυρική ποίηση, που τη χαρακτηρίζει σπάνια αρμονία και υψηλή εσωτερική συνάφεια.
Τα παραπάνω υποστηρίζονται ένθερμα από κριτικούς και λογοτέχνες μεγάλου βεληνεκούς, που έχουν εντρυφήσει στο μακρόπνοο πολιτικό έργο του κ. Βουλγαράκη και οι οποίοι τον κατατάσσουν στους κορυφαίους σύγχρονους λυρικούς ποιητές.
Προσωπικά θα ήθελα να τονίσω πως μ’αυτή την τελευταία συλλογή, που εύχομαι να μην είναι η τελευταία, ο αγαπημένος φίλος εξακολουθεί όπως και στις έξι προηγούμενες να συγκλονίζει και να συγκινεί με τις έντονες συναισθηματικές δονήσεις και την εκπληκτική εικονοπλαστική δύναμη των ποιημάτων.
Κι επειδή η καλύτερη παρουσίαση ενός ποιητικού έργου είναι το ίδιο το έργο, καταφεύγω σ’ένα ελάχιστο δείγμα αυτής της έξοχης νέας ποιητικής συλλογής:
Ο δυνάστης πόνος
Ω πόνε  που των ευγενών τα στήθη φαρμακώνεις
και ύπουλα σαν το χτικιό τη νιότη τους τρυγάς
και σέρνεσαι ανύποπτος κι όλο και τους κλειδώνεις
μες στη βαθιά αγκάλη σου και τους αποξεχνάς
Μεθυσμένα φεγγάρια
Κι ας έρθουν με θλιμμένο φως στο ξόδι μου τ’αστέρια
το γρύλισμα των τριζονιών, ο φλοίσβος της συρμής
των λατρεμένων οι ψυχές κρατώντας λιανοκέρια
κι όλα τα νυχτολούλουδα που αγρυπνούν της γης
Εσπερινοί
…Βαθύς ο ήχος της γέρικης καμπάνας
διαχέεται λυτρωτικός σε κάθε εσπερινό
…σπιθίζουν τ’αγιοκάντηλα κι ηχεί του γερο ψάλτη
η οξειδωμένη ψαλμωδία: Κύριε φωτισμός μου
και σωτήρ μου τίνα φοβηθήσομαι…
  Ιούλ 16, 2018
* Η Ελένη Πλαγιωτάκη-Σαατσάκη είναι συνταξιούχος εκπαιδευτικός

                 
 
 Σύνοψη του βιβλίου "Ρωγμές πολυχρωμίας"

Ο δημιουργός του «Δημοπρατήριο αισθημάτων», «Καληνύχτα λοιπόν», και «Δακρυσμένα Φεγγάρια», Ηρακλής Αρ. Βουλγαράκης, επιστρέφει με τη νέα του ποιητική συλλογή με τίτλο «Ρωγμές Πολυχρωμίας». Πρόκειται για 31 εξαιρετικές δημιουργίες – ποιήματα ομοιοκατάληκτα και ανομοιοκατάληκτα – εμπνευσμένες από ένα ευρύ φάσμα ιδεών που θυμίζουν έργα τέχνης από πλευράς αισθητικής.
Ποιητικές συνθέσεις που καταγράφουν βιώματα γεμάτα δύναμη, παλμό και πάθος μέσα από ένα ευαίσθητο προσωπικό ύφος που σαγηνεύει και ταυτόχρονα συγκινεί προσφέροντας μια ιδιαίτερη ποίηση με γνήσια χαρακτηριστικά, στοχαστική διάθεση και άρωμα παλιάς εποχής.

                              

Παρουσίαση της νέας Ποιητικής Συλλογής του Ηρακλή Λ. Βουλγαράκη με τίτλο «ΔΗΜΟΠΡΑΤΗΡΙΟ ΑΙΣΘΗΜΑΤΩΝ»
Ο Λογοτεχνικός Σύνδεσμος Ηρακλείου και το Λύκειο Ελληνίδων Ηρακλείου παρουσιάζουν τη νέα Ποιητική Συλλογή του Ηρακλή Λ. Βουλγαράκη με τίτλο «ΔΗΜΟΠΡΑΤΗΡΙΟ ΑΙΣΘΗΜΑΤΩΝ», που θα πραγματοποιηθεί τη Δευτέρα 23 Νοεμβρίου και ώρα 6.00 μ.μ. στην αίθουσα «Ανδρόγεω».
Χαιρετισμό θα απευθύνουν ο Πρόεδρος του Λογοτεχνικού Συνδέσμου κ. Δημήτρης Παπαδάκης και η Πρόεδρος του Λυκείου Ελληνίδων κ. Ρίτσα Καλογεροπούλου.
Για το έργο του θα μιλήσουν Γιάννης Πυργίωτάκης, Καθηγητής και πρώην Αντιπρύτανης του Πανεπιστημίου Κρήτης
Γεώργιος Τσερεβελάκης, Φιλόλογος - Ιστορικός
Θα απαγγείλουν
Κατερίνα Ζωγραφιστού, Καϋηγήτρια Γαλλικής Φιλολογίας
Μαρία Καψετάκη - Μαυριτσάκη, Φιλόλογος
Ρένα Πετροπούλου - Κουντούρη, Συγγραφέας
Ζαφειρούλα Σαατσάκη - Ορφανουδάκη
Την εκδήλωση θα πλαισιώσουν τα μέλη του Συλλόγου «Νόστιμον Ήμαρ», Μίνως Σωμαράκης (κιθάρα), Τάκης Δασκαλάκης (φυσαρμόνικα) και Αριάδνη Καρέκου - Βασιλάκη (τραγούδι) Συντονισμός - παρουσίαση Ελένη Πλαγίωτάκη - Σαατσάκη, Εκπ/κός - Συγγραφέας

                              

Μια πολύ ενδιαφέρουσα εκδήλωση θα γίνει στην πόλη μας, με αφορμή την έκδοση των ποιητικών συλλογών του λυρικού ποιητή Ηρακλή Βουλγαράκη και  τις εκδόσεις Ίτανος  με τίτλους:
"Ρωγμές Πολυχρωμίας" και "Σπονδές",
στην αίθουσα  Ανδρόγεω του Δήμου Ηρακλείου το Σάββατο 23 Απριλίου και ώρα 19:00 μ.μ
Ο Ηρακλής Βουλγαράκης έχει αποδείξει ότι είναι ένας πιστός Υπηρέτης της ποίησης,  με συνέπεια, αμεσότητα, ειλικρίνεια, ωριμότητα, ευγένεια, ήθος, αξιοπρέπεια  με μεστά νοήματα, μια καρδιά  γεμάτη αισθήματα, υψηλούς και Πανανθρώπινους  οραματισμούς.
 Από την στήλη αυτή του εύχομαι προσωπικά, να έχει πάντα ένθεη ποιητική διάθεση, να διακονεί την Τέχνη Του, με το ίδιο ζήλο και πάθος πάντοτε, για την ευόδωση κάθε ευγενούς σκοπού, που τείνει προς το Ωραίο, το Αληθινό και το Αγαθό…
Την εκδήλωση θα προλογίσει ο Κώστας Μαστρογιαννάκης, Πρόεδρος του Λογοτεχνικού Συνδέσμου Ηρακλείου.
Κεντρικός ομιλητής θα είναι ο φιλόλογος Γεώργιος Τ. Τσερεβελάκης, ενώ θα απαγγείλουν ποιήματα ο Στέλιος Κτενιαδάκης, χειρούργος ιατρός, η Μάρα Παναγιωτάκη φιλόλογος και η Μαρία Πηρουνάκη, μαθήτρια και εγγονή του ποιητή.
Στο μουσικό πρόγραμμα θα είναι ο Μίνως Σωμαράκης στην κιθάρα, η Μάρω Σωμαράκη στο τραγούδι και η Μαρία Γκολεμή στο φλάουτο.
Συντονισμό θα κάνει ο Μανώλης Τσουρής, απόφοιτος Σχολής Ανθρωπιστικών Σπουδών ΕΑΠ.

                                         

 “Εσπερινοί” – ποίηση Ηρακλή Βουλγαράκη
Ο Ηρακλής Βουλγαράκης στην πρόσφατη ποιητική του συλλογή με τον σημειολογικό τίτλο “Εσπερινοί”, επανέρχεται στης επιστροφής την ανίατη νοσταλγία, όπως αυτή διαχέεται μέσα από τους ομοιοκατάληκτους και ανομοιοκατάληκτους στίχους του. Διαγράφει την καμπύλη της ζωής με το εναρκτήριο συμβουλευτικό, αφιερωματικό ποίημα στην κόρη του και το καταληκτικό του επερχόμενου θανάτου  “Ώριμος θάνατος”.
Για μια ακόμη φορά περιστρέφεται γύρω από το οικείο δίπολο έρωτας-θάνατος, ενώ διάχυτος είναι παντού ο νόστος της πατρώας γης. Ο έρωτας ως αρχέγονη δύναμη και ο θάνατος ως φυσική κατάληξη, με την εξοικείωση μάλιστα του αγιορείτη Μοναχού, αποτελούν τις σταθερές συνιστάμενες του ποιητικού του έργου.
Ο Η.Β. τιμά με το δικό του συγκινητικό τρόπο το χώρο που ζει και κινείται καθώς η ποίησή του είναι ταυτισμένη με αυτόν, μέσα από τον οποίο ως αυτόχθων αναδύεται, για να αποκαλύψει “το μέσα και το έξω πλούτος”.
Με την έντονη λυρική του διάχυση, αρκετές φορές, και με την ιλαρότητά του αποφορτίζει τη δυσθυμία των ψυχών.
Σε οδηγεί στον προσωπικό του ποιητικό λειμώνα με την αμεσότητα του ξεναγού και του οικοδεσπότη, για να σε κάνει γευσιγνώστη των ποιητικών του συλλήψεων.
Μορφή και περιεχόμενο συμβαδίζουν αρμονικά με μια ιδιαίτερη στιχουργική άνεση.
Ο λόγος του είναι διαυγής, χωρίς δισημίες και το δυσερμήνευτο του σκοτεινού λογισμού.
Η ευκολία να συνθέτει λέξεις μας τρατάρει ανεπανάληπτες λεκτικές εκρήξεις, ως ανεξίτηλες πινελιές ενός πολύχρωμου πίνακα.
Επιλεκτικά αναφέρω δύο αξιόλογα ποιήματά του, που αναδεικνύουν τον θεματικό προσανατολισμό και την επιτυχή διακονία της ποιητικής τέχνης: “Εσπερινοί” σελ. 29 (ίσως αρτιότερο). Αποπνέει το λυτρωτικό και εξομολογητικό κλίμα του  εσπερινού “θροϊσματος” των ψυχών. Είναι η ώρα που οι προβεβηκότες τη ηλικία, και όχι μόνο, σμίγουν με το εσπέριο φως της ανάνηψης: Και θροΐζει μες στα στήθη τους ανάλαφρ’ η ψυχή τους/απο των παραπτωμάτων τους/ απαλλαγμένη την οδύνη.
“Ώριμος θάνατος” σελ. 59. Το ακροτελεύτιο ποίημα της συλλογής.
Πρόκειται για την προαναγγελία του επερχόμενου τέλους και τον αυτοκαθορισμό της ποιητικής πράξης. Είναι η οριακή στιγμή του απολογισμού, όπου το ποιητικό παρελθόν, ακμαίο και δημιουργικό, μοιραία συγκρούεται με την αυτογνωσία του τώρα:
Εγώ που πίστευα πως το στερνό μου όνειρο/ ως την αιωνιότητα θα με κατευοδώσει… Τώρα το όνειρο θωρώ ν’ αργοπεθαίνει/ κι αποτρελαίνομαι/ και ολοφύρομαι ολολύζοντας στην ερημιά μου.
Ηρακλή, σου εύχομαι μακροημέρευση και δημιουργικούς λογισμούς.

*Ο Γιάννης Καραμίχος είναι φιλόλογος-ποιητής

                 

Η ποιητική συλλογή του Ηρακλή Βουλγαράκη «Καληνύχτα, λοιπόν» Κυρίες και κύριοι, σήμερα έχω ιδιαιτέρους λόγους να χαίρω, διότι μου δίδεται η δυνατότητα να μιλήσω για την νέα ποιητική συλλογή του κ. Ηρακλή Βουλγαράκη «Καληνύχτα, λοιπόν», την οποία είχα την τιμή να προλογίσω. Η ποιητική συλλογή «Καληνύχτα, λοιπόν» αποτελείται από 42 ποιήματα με ποικίλη θεματική, τα οποία καταδεικνύουν τον πλούσιο ψυχικό κόσμο του ποιητή και το πολύτροπο καλλιτεχνικό του τάλαντο. Μέσα, λοιπόν, από αυτό το ποιητικό απάνθισμα σκέψεων και συναισθημάτων, αποκαλύπτεται σ’ εμάς ο βαθιά συναισθηματικός κόσμος του ποιητή, οι προβληματισμοί του και η ιδιαίτερη θεώρησή του για τη ζωή. Μέσα από την ποίηση του Ηρακλή καθιστάμεθα κοινωνοί της προσωπικής του φιλοσοφικής θεώρησης για την ποίηση και ειδικότερα για την Τέχνη. Αλλά εδώ πρέπει να αναρωτηθούμε, ευλόγως, τι είναι ποίηση. Όπως μας λέει ο ποιητής Γιώργης Παυλόπουλος: «Η Ποίηση είναι μια πόρτα ανοιχτή/Πολλοί κοιτάζουν μέσα χωρίς να βλέπουν/τίποτα και προσπερνούνε. Όμως μερικοί/κάτι βλέπουν, το μάτι τους αρπάζει κάτι/και μαγεμένοι πηγαίνουνε να μπουν». Έτσι, θεωρώ και γω την ποιητική έμπνευση του Ηρακλή: γι’ αυτόν η Ποίηση είναι μια πόρτα ανοιχτή, που κάτι άρπαξε το μάτι του και κατάφερε να μας το αποδώσει με τους μαγικούς του στίχους. Είναι ένας ποιητής ερωτευμένος με την Ζωή, ανεξαρτήτως των θλιβερών ή των ευφρόσυνων στιγμών της. Αποπειράται να εκφράσει αυτά που κρύβει ο πολύκυμαντος βίος του ανθρώπου, όπως ο έρωτας δεν αποκαλύπτει τι μας κάνει να ερωτευόμαστε. Άρα, η ποίηση για τον Ηρακλή είναι πράξη ερωτική και συνάμα μυσταγωγική, η οποία μας καλεί να γίνουμε και μεις μύστες του ιερού μυστηρίου που τον οδηγεί στην έμπνευση και στην εξωτερίκευση των μύχιων σκέψεών του. Στόχος της ποίησης του Ηρακλή είναι η δημιουργία μιας τρυφερής ανάμνησης που θα ανακινήσει το θυμικό του αναγνώστη και θα του δημιουργήσει μια πρωτόγνωρη αίσθηση οικειότητας. Όπως είπε και ο Άγγλος ρομαντικός ποιητής Τζων Κητς (John Keats), «η ποίηση πρέπει να εκπλήττει με κάποια λεπτή υπερβολή, και όχι με το ασυνήθιστο. Πρέπει να δημιουργεί στον αναγνώστη την εντύπωση ότι είναι η έκφραση των δικών του υψηλών σκέψεων, που θα πρέπει να μοιάζουν περισσότερο με ανάμνηση.» Με τον τρόπο αυτό οφείλει να λειτουργεί αισθητικά η ποίηση, ώστε να επιτυγχάνει το επιποθούμενο αποτέλεσμα στον συγκινησιακό κόσμο όλων όσοι εντρυφούν στα νοήματά της. Είτε σε ελεύθερο είτε σε ομοιοκαταληκτικό στίχο, το έργο του ποιητή συνδέεται αισθητικά με το κίνημα του συμβολισμού και την λογοτεχνία καταραμένων ποιητών. Στην συλλογή Καληνύχτα λοιπόν διακρίνεται η βαθιά επήρεια των «καταραμένων» ποιητών του 19ου αιώνα, ιδίως του Μπωντλαίρ. Απαντούν τεχνοτροπίες και ιδεολογήματα που αποκαλύπτουν την βαθύφρονα αντίληψή του σχετικά με την ποιητική του συμβολισμού και την πρακτική εφαρμογή της στην σύνθεση του στίχου. Σε όλη την ποιητική δημιουργία του Ηρακλή, η οποία αντλεί στοιχεία τεχνικής και περιεχομένου από τον Μπωντλαίρ, είναι εμφανής η διαπίστωση της τραγικότητας της ζωής, όπως και η έκσταση και η ένταση την οποία βιώνει το ποιητικό υποκείμενο όταν προκαλείται να αντιμετωπίσει την φθαρτότητα, την ευτέλεια και την περατότητα της ανθρώπινης ύπαρξης. Εν ταυτώ, στον Μπωντλαίρ εντυπώνεται χαρακτηριστικά η αίσθηση της κατάρας που κηλιδώνει κάθε ανθρώπινο πλάσμα μετά το προπατορικό αμάρτημα. Έτσι, μπορούμε να διακρίνουμε τα συμφραζόμενα που επιτρέπουν την νοηματολογική επικοινωνία μεταξύ των δύο καλλιτεχνών. Μια ειδικότερη θεματική που ενυπάρχει στο έργο του ποιητή είναι η κυριαρχία του ελεγειακού τόνου σε κάποια ποιήματα. Στην ποίηση του κ. Βουλγαράκη η ελεγεία δεν είναι ο θρήνος, η παθητική στάση του ανθρώπου προς τον θάνατο· το ποιητικό υποκείμενο θεωρεί ότι η ώρα του θανάτου είναι ώρα απολογισμού και βαδίζει προς την αιωνιότητα αγέρωχο και με ανεπανάληπτη γενναιότητα. Σημείο αναφοράς του πάντα το πατρικό σπίτι, με το οποίο συνδέεται με μια σχεδόν αγιοποιημένη ευλάβεια. Προβαίνει σε μια αναμόχλευση της μνήμης του για να θυμηθεί ποια πράγματα συγκρότησαν την ταυτότητά του. Είναι η ζεστασιά και η υπέροχη θαλπωρή που απέπνεε ο χώρος, είναι η βιβλιοθήκη του πατέρα απ’ όπου άντλησε τις πρώτες γνώσεις και τα απαραίτητα πνευματικά ερεθίσματα, στοιχεία που δόμησαν έναν ολοκληρωμένο άνθρωπο. Μία άλλη παράμετρος που αξίζει να εξετασθεί εδώ είναι η φυσιολατρία που εκφράζει το ποιητικό υποκείμενο, το οποίο συνυφαίνει το είναι του με την λυτρωτική επενέργεια της φύσης· άρα, έχει αναπτύξει μια λατρευτική σχέση με την φύση: Έρωτα, πώς με πλάνεψες κι ήμουν παιδί ακόμα κι ύστερα μου ξεστράτισες και χάθηκες-αλί μου!- Κι ως ψηλαφούσα το στρατί στο νοτισμένο χώμα μάζευα μαγιοβότανα κι έπλενα την πληγή μου. (Ποίημα Αντίο, από τη συλλογή Καληνύχτα, λοιπόν) Ο φυσικός κόσμος στην ποίηση του Βουλγαράκη προσδίδει μιαν ευρωστία ανεπανάληπτη στους στίχους του. Χρωματίζει με ρομαντικό τόνο τα εκρηγνυόμενα συναισθήματα του ποιητικού υποκειμένου. Ο ίδιος ο ποιητής δεν παύει να εκφράζει την λατρεία του για την φύση και ιδίως για την εποχή του καλοκαιριού στην ύψιστη ακμή της: Τα μικροπούλια σύναζαν το δείπνο τους από λαχταριστές οπώρες, που μελωμένες κρέμονταν στ’ ακρόκλωνα· και οι σιταρήθρες σάρωναν με χαμηλά πετάγματα κι αφηνιασμένα κελαηδήματα τις καλαμιές για κάποιο ξεχασμένο στάχυ. (Ποίημα Κάποιο καλοκαίρι, από τη συλλογή Καληνύχτα, λοιπόν) Εδώ αποτυπώνεται ένα βαθύ κι ειλικρινές συναίσθημα προς την φύση, ένα αληθινό απαύγασμα του βιώματος της καθημερινής ζωής. Τα φυσικά φαινόμενα προάγουν το ρομαντικό συναίσθημα, το οποίο μετουσιώνεται σε ένα βιολογικό συναίσθημα αφού επηρεάζει την προσωπικότητα του ποιητή και τις συνακόλουθες αντιδράσεις του. Στην ποίηση του Βουλγαράκη πρόσωπα και φυσικά αντικείμενα ταυτίζονται, αφού και τα δύο έχουν ισότιμη θέση στην ζωή, το ένα υποκαθιστά το άλλο ή εκφράζει το άλλο ή ενεργεί αντί του άλλου: Η κατάχρυση αμμουδιά, που στραφτάλιζε στον ήλιο του καλοκαιριού και τις νύχτες αποκοίμιζε στον πυρωμένο κόρφο της το νυσταγμένο φλοίσβο των κυμάτων πάει, καταποντίστηκε για πάντα. (Ποίημα Το Ακρογιάλι, από τη συλλογή Καληνύχτα, λοιπόν) Η φυσιολατρία του ποιητή, που διέπει το έργο του, αν και αφορμάται από τα προσωπικά βιώματά του, είναι στην πραγματικότητα νοσταλγία και ακραιφνής ρομαντισμός που εγγράφονται ανεξίτηλα μέσα στην ψυχή μας. Ο Ηρακλής Βουλγαράκης και η συλλογή του «Καληνύχτα, λοιπόν» μας ωθούν να επανεκτιμήσουμε την ποίηση με άλλα μέτρα και σταθμά. Η ποιητική ιδέα εκφράζεται με μια θαυμαστή ιδιότητα: προσπαθεί να μας δώσει το αίσθημα μιας ψευδαίσθησης ενός κόσμου, όπου τα γεγονότα, οι εικόνες και τα όντα βρίσκονται σε μια στενή και ανεξήγητη σχέση με το σύνολο της ευαισθησίας μας. Μα, αυτή η ψευδαίσθηση είναι που ταξιδεύει την φαντασία μας και μας δίνει ένα νέο νόημα για την ζωή. Σας ευχαριστώ πολύ, Γεώργιος Τ. Τσερεβελάκης υποψήφιος διδάκτωρ κλασικής φιλολογίας Πανεπιστημίου Κρήτης
Δημοσιεύτηκε 28th March 2012 από τον χρήστη Unknown

                                    

Σε μιά συλλογή τα ποιήματα του Ηρακλή Βουλγαράκη
Εκδόθηκε από το Δήμο Μαλίων
“Άρωμα Φθινοπώρου” είναι ο τίτλος της ποιητικής συλλογής του Ηρακλή Αρ. Βουλγαράκη που αποτελεί έκδοση του Δήμου Μαλίων.

Την συλλογή προλογίζει ο δήμαρχος Μαλίων Κώστας Λαγουδάκης λέγοντας τα παρακάτω:
“Η έκδοση της ποιητικής συλλογής “Άρωμα Φθινοπώρου” του συντοπίτη μας κ. Ηρακλή Βουλγαράκη αποτελεί συνέχεια των εκδοτικών δραστηριοτήτων του Δήμου Μαλίων από το 1999 μέχρι σήμερα.
Αποτελεί επίσης μία καινούργια συνεισφορά στο πολιτιστικό γίγνεσθαι και διεκδικούμε ως Δήμος την καταγραφή μας ως προωθητικής πνευματικής δύναμης στο νησί μας που έχει ως στόχο να υπηρετεί την τοπική κοινωνία και να προβάλει δραστηριότητες που στοχεύουν στην ποιοτική αναβάθμισή της.
Συνεκτιμώντας τη σταθερή και αταλάντευτη διαδρομή στην ποίηση του Μοχιανού δημότη μας, που έχει επαινεθεί πανελλήνια, αποφασίσαμε ομόφωνα ως Δημοτικό Συμβούλιο να εκδώσουμε σε βιβλίο την μακρόχρονη, σεμνή και αθόρυβη εργασία του. Οφείλω να ευχαριστήσω το Δημοτικό Συμβούλιο για την απόφαση αυτή.
Τα ποιήματά του χαρακτηρίζονται από μεστότητα και καθαρότητα. Χρησιμοποιεί ορθό ελληνικό λόγο, χωρίς ακρότητες και εντυπωσιασμούς. Αυτό καθιστά τον ποιητή διακριτό, λιτό, αλλά και ουσιαστικό. Υμνεί τη φύση και τις χαρές της ζωής, τον έρωτα, την αγάπη, τη γυναίκα και την οικογένεια. Παραπέμπει σε μεθυστικές οσμές μίας ζωής που έχει αλλοιωθεί και σιγά σιγά σβήνει.
Ξεδιπλώνει τα αντιπολεμικά του αισθήματα και υμνεί τις αιώνιες και υπέρτατες αξίες της Ειρήνης και της Ελευθερίας, καταγγέλοντας τις πρόσφατες πολεμικές συρράξεις.
Τον ευχαριστούμε από καρδιάς γι’ αυτή την προσφορά του. Εμείς ως Δήμος θα συνεχίσουμε την εκδοτική μας δράση, αναδεικνύοντας ανάλογες προσπάθειες δημοτών μας. Είναι η καλύτερη παρακαταθήκη για τις επόμενες γενιές και μάλιστα σε ένα τουριστικό Δήμο, όπως είναι ο Δήμος Μαλίων, που κατακλύζεται και διαπερνάται από πολυπολιτισμικά ρεύματα”.
Ο ΗΡΑΚΛΗΣ ΒΟΥΛΓΑΡΑΚΗΣ
Γεννήθηκε στο Μοχό Πεδιάδος, όπου τελείωσε το Δημοτικό Σχολείο. Φοίτησε στο Β’ Γυμνάσιο Αρρένων Ηρακλείου, στην Παιδαγωγική Ακαδημία Ηρακλείου και στη Σχολή Επιμόρφωσης Λειτουργών Δημοτικής Εκπαίδευσης.
Με τη λογοτεχνία, και ιδιαίτερα με την ποίηση, ασχολήθηκε από πολύ νωρίς (πρώτα του αναγνώσματα από τη βιβλιοθήκη του πατέρα του). Πολλά έργα του, έμμετρα και πεζά, έχουν δει, κατά καιρούς, το φως της δημοσιότητας. Έχει τιμηθεί με διακρίσεις, επαίνους και βραβεία
για τα ποιήματά του:
α) “Εφηβεία” (Διάκριση 1997), “Άγονη γραμμή” (Διάκριση 1998), “Έρωτας” (Γ’ Βραβείο μαντινάδας 1999) σε Παγκρήτιους Λογοτεχνικούς Διαγωνισμούς από το Δήμο Αγίου Νικολάου.
β) “Φιλία” (“Έπαινος μαντινάδας 2001) στον 3ο Παγκρήτιο Διαγωνισμό στη μνήμη του Μιχάλη Καυκαλά.
γ) “Γιε μου (Έπαινος 2000) σε Πανελλήνιο Διαγωνισμό του Δήμου Σαλαμίνας στη μνήμη του Άγγελου Σικελιανού.
δ) “Παραίσθηση” (Έπαινος 1999), “Φαντασίωση” (Έπαινος 2000, στους 15ους Δελφικούς Αγώνες), “Νόστος” (Έπαινος 2000) και “Η υποθήκη” (Β’ Πανελλήνιο Βραβείο 2001) σε Πανελλήνιους Λογοτεχνικούς Διαγωνισμούς από την Πανελλήνια Ένωση Λογοτεχνών (Π.Ε.Λ.).
ε) “Λαογραφική Συλλογή” (Έπαινος 1972) από την Ακαδημία Αθηνών).


                        

Ποιητική Συλλογή Ηρακλή Βουλγαράκη 38 «Δακρυσμένα φεγγάρια» ΒΙΒΛΙΟΔΙΑΔΡΟΜΕΣ Ε του Γιώργου Τ. Τσερεβελάκη

Είναι παγκοίνως γνωστόν ότι η ποίηση διακρίνεται σε δύο είδη αναφορικά με την επιλογή της θεματολογίας: Αυτή που εξυμνεί τον εξωτερικό κόσμο και την επενέργεια του ανθρώπου σε αυτόν, η οποία εκφράζεται κατ’ αντικειμενικό τρόπο, και αυτή που αποκαλύπτει τα εσωτερικά αισθήματα του ανθρώπου, η οποία λειτουργεί κατά τρόπο υποκειμενικό. Τα όρια μεταξύ αυτών των δύο ειδών ποιήσεως δεν είναι με ακρίβεια διαγεγραμμένα και πολλές φορές συγχέονται, ιδιαιτέρως στις μέρες μας όπου η ποίηση έχει καταλήξει να είναι η έκφραση ημιτελών σκέψεων, ατάκτως ερριμμένων υπό τη μορφή παράταξης αφηρημένων λέξεων. Η ποιητική συλλογή του κυρίου Βουλγαράκη εντάσσεται σε ένα είδος μικτό αλλά νόμιμο, γιατί συνδυάζει τα χαρακτηριστικά της αντικειμενικής και υποκειμενικής ποιήσεως. Τα ποιήματά του είναι μετρικά αλλά και σε ελεύθερο στίχο, αποκαλύπτοντας έτσι αναφανδόν το πηγαίο ταλέντο και την εκχυλίζουσα ευαισθησία που διέπει το έργο του.Τα χαρακτηριστικά αυτά έχουν ζυμωθεί με την τεχνοτροπία του συμβολι- σμού, οδηγώντας σε μια κατάσταση εξηρμένου λυρισμού, εν πολλοίς άδολο και αθώο. Καθότι είναι εμφανής ο επηρεασμός από τη Γαλλική ποίηση των «καταραμένων» ποιητών του 19ου αιώνα, απαντώνται τεχνοτροπίες και ιδεολογήματα που αποκαλύπτουν την αντίληψή του σχετικά με την ποιητική του συμβολισμού και την πρακτική εφαρμογή της στη σύνθεση του στίχου. Για να γίνουμε ευληπτότεροι, θα κατατάσσαμε την ποίηση του κ. Βουλγαράκη στο ρομαντικό είδος. Βέβαια, δεν περιέχονται εδώ ξανθοπλόκαμες νύμφες, κλάδοι δάφνης, στέφανοι ρόδων ή χαριτόβρυτες κορασίδες, αλλά εμφανίζεται το ποιητικό υποκείμενο να θαυμάζει την φύση: Κοίτα, με ορθάνοιχτα τα μάτια, να, μέγα θαύμα που αρχινά, τα χρυσάφια και τ’ ασήμια το φεγγάρι πώς σταλάσσει κρύβοντάς μας την ασχήμια μες στης νύχτας το γιορτάσι. Οι χορδές της λύρας του ποιητή αντηχούν το εγκώμιο για την τελειότητα της φύσης και τα απρόσμενα θαύματα που εμφανίζονται. Με ρήματα που σημαίνουν δείξη και κίνηση («Κοίτα», «αρχινά»)αισθητοποιείται η κατασκευή του ρομαντικού σκηνικού και εκφράζεται παραλλήλως αυτή η κίνηση της δημιουργίας. Ο νους είναι πλημμυρισμένος από τη ρομαντική διάθεση, η οποία διαχέεται στο περιβάλλον. Ετσι, το έργο του ποιητή αποβαίνει ένα σημαντικό καλλιτέχνημα, αφού δεν ονειροβατεί, αλλά αποδίδει λυρικά το θαυμαστόν της φύσης. Η ποιητική ευτοκία του κ. Βουλγαράκη είναι έκδηλη σε όλες τις εκφάνσεις της διαδικασίας της σύνθεσης. Από την άλλη, η ρομαντική ποίηση στην Ελλάδα έχει προ πολλού εξαφανιστεί προς χάριν της αφηρημένης η οποία δεν έχει την παραστατική δύναμη να απεικονίσει ή να εκφράσει· αντιθέτως, κατακερματίζει το νόημα και γίνεται ένα λεκτικό απολίθωμα άνευ ουσίας. Η ρομαντική ποίηση δυστυχώς δεν προσιδιάζει στην ιδιοσυγκρασία του νεοέλληνα, αφού είναι γνωστός ο εθνικός χαρακτήρας προς την εξωτερική ροπή. Το στοίχημα όμως αυτό το κερδίζει η ποίηση του κ. Βουλγαράκη, καθώς ψηλαφεί και αναγνωρίζει το εξωτερικό περιβάλλον βιώνοντας βαθιά συναισθήματα. Και δεν είναι μόνον η ρομαντική ποίηση στην οποία διαπρέπει ο κ. Βουλγαράκης. Είναι και το τραγούδι, όπως το «Μανούλα μου». Πάλι διακρίνεται ο πηγαίος λυρισμός που εκφράζει το ποιητικό υποκείμενο. Παραθέτουμε την πρώτη στροφή: Μανούλα μου Μέσα στον κόσμο το μικρό, κάποιο φθινόπωρο πικρό, γεννήθηκα μες στη χαρά, μα δεν τη βρήκα πουθενά μόνο στ’ ονείρου τα φτερά, μανούλα μου, μανούλα μου! Η ρυθμικότητα και το νοσταλγικό πάθος για το ιδεώδες του ονείρου, όπως συμπλέκονται μέσα στο συγκεκριμένο έργο, καθιστούν τον ποιητή ως καθαυτό εκπρόσωπο του νεοελληνικού ρομαντισμού. Ο ρομαντισμός της παρούσης ποιητικής συλλογής απέχει κατά πολύ από τη γλυκερή μελαγχολία κάποιων ανουσίων ποιηματίων που επιθυμούν να αποσπάσουν τα ευγενή συναισθήματα των αναγνωστών. Επίσης, δεν μπορούμε να μην αναφέρουμε και τα υπέροχα ιαπωνικής τεχνοτροπίας ποιήματα, τα «Χαϊκού». Η συμπυκνωμένη σοφία που περιέχουν τα καθιστά μνημεία διαχρονικής σοφίας, θυμίζοντάς μας το αρχαίο επίγραμμα. Το παρακάτω «χαϊκού» είναι χαρακτηριστικό του υψηλόφρονου βάθους και του χειμαρρώδους, αγνού λυρισμού: Αγάπησε τη ζωή σαν ερωμένη και σαν όνειρο. Η παράθεση του προηγουμένου χαϊκού αναδεικνύει την παραστατική δύναμη που εγκρύπτεται μέσα στις λέξεις. Η επιγραμματικότητα και η λιτότητα στη διατύπωση των συναι σθη - μάτων δημιουργούν άμεσα την εντύπωση για την ουσία της στιγμής· μα αυτό είναι και η ουσία της εν λόγω τεχνοτροπίας: να συλλαμβάνει τη στιγμή και να τη μετουσιώνει σε πανανθρώπινη αξία. Η νέα ποιητική συλλογή συνιστά ακόμη μία συμβολή του κ. Βουλγαράκη στην λογοτεχνία. Ο Κρης ποιητής, ταλαντούχος στιχοπλόκος, προσφέρει τους αγνούς καρπούς της Τέχνης του και οξύνει επιπλέον το λογοτεχνικό μας αισθητήριο. Η ποιητική του, αυτή τη φορά, διαμορφώνεται επί τη βάσει ενός αθώου και αδόλου λυρισμού, που εξυπηρετεί τη διάχυση της αγάπης του για τη ζωή και τις εκφάνσεις της. Επιζητεί την απόδραση από την πεζότητα και τη ρηχότητα της καθημερινότητας· καταφυγή του το όνειρο, εκεί όπου αναπαύεται κάθε αισθαντική ψυχή. Ομως, δεν είναι απλά ένας ακόμη ρομαντικός· είναι ένας α - κραιφνής αισθητής λογοτέχνης, από τους ελαχίστους που υπάρχουν στο πεδίο της μοντέρνας ποίησης. Η πεμπτουσία της ποιητικής δημιουργίας είναι η έκφραση του πάθους και η απόλυτη παράδοση σε αυτό. Ετσι, ο κ. Βουλγαράκης παρεδόθη πλήρως στην Τέχνη, δημιουργώντας πανανθρώπινα ιδανικά και αξίες. Ανακαλούμε στο νου μας τη φράση του Th. Eliot «The emoon of art is impersonal» και δικαιούμαστε να συμπεράνουμε ότι ευρισκόμεθα μπροστά σε ένα ακόμη μνημείο λόγου, σε ένα δώρο στη ζωή και στον άνθρωπο.

                                    

«Καληνύχτα, λοιπόν»

Η κ. Ρένα Μπαντουβά-Μελά αναφέρει για την ποιητική συλλογή
“O στίχος σου είναι στιβαρός με νόημα και ουσία,
περίτεχνος κι απέριττος και λυρικός συνάμα,
σφιχτοδεμένος, τρυφερός μ’ άφατη ευαισθησία,
που συνταιριάζει τη χαρά, τη θλίψη και το κλάμα.
Η έμπνευσή σου απέραντο λουλουδιαστό λιβάδι,
σαν κρίνο αγνός ο λόγος σου, κυκλάμινο π’ ανθίζει.
Το μέτρο σου κι η ρίμα σου σαν μελωδίας χάδι,
που των Αγγέλων των φτερών το θρόισμα θυμίζει.
Μοιάζει με κοίτασμα χρυσού, να ‘ναι, το τάλαντό σου,
που η ποίησή σου αντανακλά τη χρυσαφιά του λάμψη
και η “Λαλέουσα Πηγή”, που αναβλύζει εντός σου,
το δροσερό κελάρισμα ποτέ της να μην πάψει.

Ο Ηρακλής Αρ. Βουλγαράκης γεννήθηκε στο Μοχό Πεδιάδος
. Είναι πτυχιούχος της Παιδαγωγικής Ακαδημίας Ηρακλείου και της Σχολής Επιμόρφωσης Λειτουργών Δημοτικής Εκπαίδευσης (Σ.Ε.Λ.Δ.Ε.).

Στη λογοτεχνία, και ιδιαίτερα στην ποίηση, μυήθηκε πολύ νωρίς. Πολλά έργα του, ποιήματα και λογοτεχνικά κείμενα (βιβλιοκριτικές και βιβλιοπαρουσιάσεις, γλωσσικά και γλωσσολογικά, πολιτιστικά, κοινωνικά κ.α.) φιλοξενούνται τακτικά στον ημερήσιο και περιοδικό Τύπο.
Πλείστα όσα ποιήματά του αναφέρονται από ραδιοφωνικούς και τηλεοπτικούς παραγωγούς, αλλά και ολόκληρο το έργο του έχει προβληθεί από το Ρ/Σ ΣΚΑΪ Κρήτης, την ΕΡΑ Ηρακλείου και από το τηλεοπτικό κανάλι tv Creta.
Έχει τιμηθεί με έπαινο από την Ακαδημία Αθηνών για λαογραφική συλλογή (1972). Επίσης, πολλά από τα ποιήματά του (10 συνολικά) έχουν τιμηθεί με βραβεία, επαίνους και διακρίσεις σε ισάριθμους πανελλήνιους και παγκρήτιους λογοτεχνικούς διαγωνισμούς (1997-2005).
Έχουν εκδοθεί δύο ποιητικές συλλογές του με τους τίτλους “Άρωμα Φθινοπώρου” (2003) και “Δημοπρατήριο αισθημάτων” (2009), με 90 και 56 ποιήματα, αντίστοιχα. Ωστόσο, μέρος των ποιημάτων του παραμένει ανέκδοτο.
Η παρούσα συλλογή “Καληνύχτα, λοιπόν” περιλαμβάνει 42 ποιήματα, αποκλειστικά από την πιο πρόσφατη δημιουργία του (Νοέμβριος 2009-Μάιος 2011).
Είναι μέλος του Λογοτεχνικού Συνδέσμου Ηρακλείου.

                               

ΣΤΑΧΥΟΛΟΓΩ ΟΡΙΣΜΕΝΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΑΠΟ ΤΙΣ ΠΟΙΗΤΙΚΕΣ ΣΥΛΛΟΓΕΣ ΤΟΥ  ΑΕΙΜΝΗΣΤΟΥ ΗΡΑΚΛΗ ΒΟΥΛΓΑΡΑΚΗ......ΤΑ ΟΠΟΙΑ ΚΑΙ ΜΑΣ ΑΦΗΣΕ ΠΑΡΑΚΑΤΑΘΗΚΗ ΔΗΜΟΣΙΕΥΟΝΤΑΣ ΄ΤΑ ΣΤΗΝ ΠΡΟΣΩΠΙΚΗ ΤΟΥ ΙΣΤΙΟΣΕΛΙΔΑ...https://www.facebook.com/profile.php?id=100014627043326 

" Π ι κ ρ ό τ ρ α γ ο ύ δ ι "

Γιομάτο από σιωπές
ζυγώνει αργά το βράδυ,
που νιώθεις την ανάσα του
κρύα να σε κυκλώνει
κι οι μνήμες μόνο ξαγρυπνούν
στο φωτερό σκοτάδι
σε λιτανεία θλιβερή
που την καρδιά παγώνει.
Πού τάχα να ταξίδεψαν
το κάλλος και η χάρη,
το πάθος το ασίγαστο
που 'χει καιρό στερέψει,
τα όνειρα που ανάσαιναν
στ' άγρυπνο μαξιλάρι
και η μαγεία του έρωτα
κι η μεθυσμένη σκέψη ;
Πού τάχα φυγαδεύτηκαν
πρόσωπα λατρεμένα,
που ανθίζανε στα μάτια τους
οι ομορφιές του κόσμου
κι άναβαν μοσχολίβανο
με χέρια ροζιασμένα
κι άσβεστο αγιοκάντηλο
που ακόμα καίει εντός μου.
Ανάκατο με ψίθυρους
στης νύχτας το μαγνάδι
το σκοτεινό το βλέμμα τους
νιώθω να με τυλίγει
κι εκείνο της λατρείας τους
το ξεχασμένο χάδι
μιαν αψηλάφητη πληγή
μες στην ψυχή μου ανοίγει.
Κι ετούτ' οι ακατάληπτοι ψιθυρισμοί, ποιο τάχα
μήνυμα να μου κουβαλούν
στου κόσμου εδώ την άκρη ;
Μήπως απρόσμενη χαρά
μου φέρνουνε μονάχα,
ή μήπως να τρυγήσουνε
και το στερνό μου δάκρυ ;
(Από την Ποιητική Συλλογή μου
"ΚΑΛΗΝΥΧΤΑ, ΛΟΙΠΟΝ"
Α' Έκδοση 201

                                          

" Ελεγείο του νεκρού πατέρα"

Κατάμονος απόμεινες
στο σπίτι μας, πατέρα,
πνιγμέμος στην ατέρμονη
σοφή σου σιωπή
κι αναρριγάς σαν καλαμιά
με την πνοή του αγέρα,
που τη λικνίζει τρυφερά
με απέραντη στοργή.

Ζεστή φωλιά το σπίτι μας,
πολύβουο μελίσσι,
με σκανταλιές, πειράγματα,
παιγνίδι και φωνή,
απ' τη ροδόχροη αυγή
στην πορφυρένια δύση,
που σήμαινε εσπερινός
κι άρχιζε η προσευχή.

Τώρα τι τάχα σου 'μεινε
να σου κρατά παρέα,
μες στο γυμνό φθινόπωρο,
στην άσωστη νυχτιά,
που όλα σ' απαρνήθηκαν
και χάθηκαν μοιραία
κι η μνήμη τους σε τυραννά
πικρότατη χαρά.

Κι η μάνα χρόνους σου άφησε
και πέταξε στ 'αστέρια
κάποιο θλιμμένο δειλινό,
δεν πάει πολύς καιρός,
κι εσύ με άδεια την καρδιά
και παγωμένα χέρια
τρεμάμενα, προσεύχεσαι
της μοναξιάς φρουρός.

Βαριά η νύχτα σέρνεται
και στο πηχτό σκοτάδι
προβάλλουν ιερές μορφές
που 'χαν καιρό χαθεί,
ό,τι, πατέρα, λάτρεψες
μ' ένα πικρό τους χάδι
να σ' αποχαιρετήσουνε
γλυκά πριν κοιμηθείς.

Κι απλώθηκε στην όψη σου
μια άφατη γαλήνη,
καθώς στα ωραία μάτια σου
βούλιαξε η συλλογή
και μύρισε η κλίνη σου
μια τόση αγιοσύνη,
που πήρες στο ταξίδι σου
κι ευώδιασε η γη...

( Από την Ποιητική Συλλογή μου
"ΔΗΜΟΠΡΑΤΗΡΙΟ ΑΙΣΘΗΜΑΤΩΝ
Α' Έκδοση 2009)

                         

" Κ α λ η ν ύ χ τ α,  λ ο ι π ό ν "

Όλα φαντάζουν μαγικά
κάτω απ' τον ευφρόσυνο έναστρο ουρανό.
Μια αινιγματική ατέρμονη σιγή διαπερνά και νανουρίζει
τρυφερά την πλάση,
που ονειρεύεται νωχελικά,
στα φωτερά της τα μαγνάδια τυλιγμένη.
Και ανασαίνουν όλα ειρηνικά
κάτω από τον αργυρό μονόλογο
της πανσελήνου του Γενάρη.

Και όλα, θαρρείς, απόψε πως προσεύχονται
μέσα στου σύμπαντος τον άπειρο ναό.
Και δε χωρούν εδώ ασχημοσύνες,
μήτε και πράξεις ανίερες
και αμαρτωλοί διαλογισμοί,
καθώς η ιεροτελεστία κορυφώνεται
με το "άνω σχώμεν τας καρδίας"
και των ιερών βασάνων
την αποκαθήλωση.

Κι εγώ εισπνέοντας άπληστα
το φως, σαν θεία μετάληψη,
από τ'ολόγιομο αργυρό φεγγάρι,
εξορκίζω διάπυρος ικέτης
τους εφιάλτες των σκιών
και τα μιάσματα του σκότους
κι ευδαίμων αποσύρομαι
στον ύπνο του δικαίου,
ενώ η νύχτα πυρακτώνεται
βυζαίνοντας ηδονικά
με άπειρα στόματα το φως,
απ' τις παρθενικές θηλές
των άστρων.

Καληνύχτα, λοιπόν.

Ποιος ξέρει αν αύριο ξύπνιο
θα μέ 'βρει το ξημέρωμα.
Και ουδόλως με μέλλει,
αλλά το τραγούδι που ψηλαφίζω
αιώνες τώρα,
θα μείνει ημιτελές
και με πληγώνει.

(Από την Ποιητική Συλλογή μου
"ΚΑΛΗΝΥΧΤΑ , ΛΟΙΠΟΝ"
Α' 'Εκδοση 2011)

                           

"Ο  δ υ ν ά σ τ η ς  π ό ν ο ς"

Ω πόνε, που στα βρόχια σου
στενάζει η ψυχή μου
κι αποζητάει σαν τρελή
κάπου να ξεχαστεί,
κάποτε σ' ένα όνειρο,
σε κάποια προσευχή μου,
που συλλαβίζω άγρυπνος
ως νά 'ρθει το πρωί.
Ω πόνε, που των ευγενών
τα στήθη φαρμακώνεις
και ύπουλα σαν το χτικιό
τη νιότη τους τρυγάς
και σέρνεσαι ανύποπτος
κι όλο και τους κλειδώνεις
μες στη βαθιά αγκάλη σου
και τους αποξεχνάς.
Ω πόνε, ως τα τρίσβαθα
με σκάβεις και μ' οργώνεις
και μου ξεθάβεις τους καημούς,
τον μαύρο στοχασμό,
το δάκρυ το αμόλυντο
και στην ψυχή μου απλώνεις
του πένθιμου φθινόπωρου
γλυκό τον σπαραγμό.
Ω πόνε, της ψυχής πικρέ
δυνάστη λατρεμένε,
που των ανθρώπων τη χαρά
κρατάς πάντα σβηστή
σαν άδειο αγιοκάντηλο,
αναθεματισμένε,
που στέρεψε η φλόγα του
κι έχει λησμονηθεί.
Ω πόνε, και πως βρέθηκες
στο διάβα μου απόψε,
που 'λεγα πως σου ξέφυγα
έστω για μια φορά,
όσ' άνθη μου απόμειναν
μες στην καρδιά μου κόψε
και ρίξ' τα νεκρολούλουδα
στου τάφου τη φθορά.

(Από την Ποιητική Συλλογή μου
" ΕΣΠΕΡΙΝΟΙ"
Α' Έ κδοση 2018)

                      

" Ό μ ο ρ φ ο ς  θ ά ν α το ς "


Πάντα την όριζα τη μοίρα μου.
Κι ας μου 'βαζαν τρικλοποδιές
άνθρωποι και θεοί.
Αν κάποτε ξεστράτιζα , καταδιωγμένος απ' τον εαυτό μου, επανερχόμουνα δριμύτερος,
πιο αποφασισμένος.
Ανέπαφο δε μ' άφηναν των προσφιλών
οι συνταγές.
Αλλά εύρισκα πάντα τρόπους για συμβιβασμό
και νιώθαμε πάντα προς αλλήλους ευυπόληπτοι και σεβαστοί προπάντων.
Ήθελα το κλέος της ευθύνης ολάκερο δικό μου, καταδική μου κι η ντροπή.
Όπως δικός μου είν' ο βίος μου,
καταδική μου κι η ζωή.
Αδιαφιλονίκητα κεκτημένα μου, τα μόνα.

Φαρμακονόμουνα αβάσταχτα,
όταν, για τη δική μου άνοδο ή πτώση,
άλλοι διεκδικούσαν τημ τιμή και την ευθύνη.
Δεν το αξίωσα ποτέ.
Εγώ, λοιπόν, κι ο βίος μου κι άλλος ουδείς.
Δικός μου αύριο κι ο θάνατος.
Ποιος, τάχα, θα δεχότανε - μα ούτε θέλω --
να με αντικαταστήσει στου Χάρου
το μακέλεμα; Κανείς !
Μόνο η μάνα μου !
Ο πόνος της για τον χαμό μου
θα 'ταν φρικτότερος απ'τον δικό της χαλασμό.
Μα τώρα, πού;
Λοιπόν, δικός μου και ο θάνατος.

Ας με νεκροστολίσουν κι ας με κλάψουνε.
Χωρίς τα δάκρυα ο πόνος δε φυραίνει.
Άλλος τρόπος να μνημειώνεται ο θάνατος
δεν είναι.
Να με τελετουργήσουνε κατά τα ειωθότα.
Και ύστερα να με κάψουνε.
Μεγαλειώδες τέλος.
Θέλω η φωτιά να μ' εξαγνίσει.
Να γίνω φως, σποδός, αέρας.
Να σκορπιστώ πάνω στη γη που λάτρεψα.
Ν' ακούω το τραγούδι της βροχής,
το θρόισμα του δάσους,
του κότσυφα το λάβρο μέλισμα
μεσ' τις αιθέριες οσμές του μεθυσμένου
Απρίλη, της θάλασσας το φλοίσβισμα
γλυκό φιλί στην άμμο.
Υπέρτατη τρανή χαρά, ποια άλλη ;

Τα σωθικά της τ' αποστρέφομαι.
Σκοτάδι, ερημιά και παγωνιά, σαπίλα
κι αφόρητη οσμηρότητα απο τη σάρκα σου,
που την ψυχή ασφυκτιώνει.
Πάνω στη γη κι ο θάνατος όμορφος μοιάζει
κι ας είναι θάνατος...

Λεύτερος κι ανυπότακτος, ως έζησα,
του πικρού χαμού το μεγαλείο να βιώνω.
Ψέμα ασύστολο, θα πεις,
μα τώρα, που ακόμα ζω, το νιώθω παρηγόρια.
--Μήπως μέσα στα ψέματα
δε χαραμίζεται ολάκερ' η ζωή μας; --

Πάνω στη γη γεννήθηκα κι αγάπησα
με άγιο πάθος.
Εδώ να τελευτήσω.
Στα σπλάχνα της ζουν κι αφανίζονται
μονάχα τα σκουλήκια.
Δική μου η ζωή, λοιπόν, κι ο θάνατος,
κι έτσι τα διαθέτω.
Να με αφανίσει η φωτιά .
Δική μου η απόφαση.
Δική μου κι η ευθύνη.

(Από την Ποιητική Συλλογή μου
" ΣΠΟΝΔΕΣ"
Β' Έκδοση 2017)

                         

" Α π ο δ η μ ί α "

Γαλήνιος αρνήθηκες
τον κόσμο εδώ κάτου,
με εγκαρτέρηση σοφή
και με ανδρίκιο βήμα.
Στους ώμους σου δε σήκωσες
βαρύ κανένα κρίμα,
που κάνει πιο δυσβάσταχτο
τον ρόγχο του θανάτου.

Και να 'σαι καλοτάξιδος
στις ερημιές του 'Αδη
κι ας άφτει αγιοκάντηλο
θερμή η προσευχή μας
ανέσπερο στη μνήμη σου
βαθιά μες στην ψυχή μας,
να σου φωτά το παγερό
της μοναξιάς σκοτάδι.

(Από την Ποιητική Συλλογή μου
"ΔΗΜΟΠΡΑΤΗΡΙΟ ΑΙΣΘΗΜΑΤΩΝ
Α' Έκδοση 2009)

                           

"Μ ο ν ο γ ρ α φ ί α"

Μου 'παν πως πέθανες κι εχάθης
κι άλλοι σαν κρίνο εμαράνθης
κι άλλοι πως ζεις στην καταφρόνια
απ' τη μιζέρια και τα χρόνια
κι απ' τη ζωή σου επικράνθης
κι εγώ τους πίστεψα -- αλί μου! --
και φαρμακώθηκε η ζωή μου.

Κάνε, Θεέ μου, να' ναι ψέμα.
Εγώ θα τη θυμάμαι αιώνια
ωσάν βασίλισσα με στέμμα
και σαν μπουκέτο γιασεμιά
ως τη στερνή μου ανασαιμιά
και θα μυρώνει την ψυχή μου
κάθε νυχτιά στην προσευχή μου.

(Από την Ποιητική Συλλογή μου
" ΚΑΛΗΝΥΧΤΑ, ΛΟΙΠΟΝ "
Α' Έκδοση 2011)

             

"Κ ρ η τ ώ ν  ά σ μ α  ε ρ ω τ ι κ ό"

Μπρος στην εικόνα σου κερί
λιώνω και σε φωτίζω
σα μ-Παναγιά σε προσκυνώ
κι ευλαβικά σ' αγγίζω.

Πλουμίζει σου τη ν- ομορφιά
του φεγγαριού η χάρη
και λάμπεις μες στη σκοτεινιά
ατίμητο λογάρι*.

Και το φεγγάρι προσκυνά,
κερά, τη ν- ομορφιά σου,
φλουριά 'ριξε στο γ- κόρφο σου
κι ασήμια στα μαλλιά σου.

Στάζου ν-τα μάθια σου έρωντα
κι ασήμια το φεγγάρι
κι είσαι στση γης τη ν-εκκλησά
χρυσό προσκυνητάρι.

Κάτ' απ' το φως του φεγγαριού,
απού τ' ασήμι στάσει,
όλη η γης μια ν' εκκλησά
κι εσύ το ' κονοστάσι.

Στη ν- ερημιά του φεγγαριού
δα* βγω να κατοικήσω,
στο ν- ύπνο σου να ξαγρυπνώ
μέχρι να ξεψυχήσω.

Να σε φιλώ κατακιστά ,
αφέντρα μου και φως μου,
κάτασπρο κρινολούλουδο
και άρωμα του δυόσμου.

Να 'σου σταυρός κι εγώ Χριστός
να σταυρωθούμε ομάδι,
να 'ναι γλυκός ο θάνατος
κι ο πόνος να 'ναι χάδι

Σε ξερριζώνω κάθ' αυγή
το πρόσαργο* φυτρώνεις,
τη νύχτ' αβάσταχτος καημός
τα σωθικά μου λιώνεις.

Σε ξερριζώνω καθ' αυγή,
το βράδυ πάλι να ' σε
δίπλα στο μαξελάρι μου
γλυκά ν' αποκοιμάσαι,

'Αφησε να σε μυριστώ,
δυόσμε και γιασεμί μου,
να γειάνου ν' όλες οι πληγές
απού 'χει το κορμί μου.

Ανάφτω αγιοκάντηλο
στη χάρη σου, καλή μου,
και καίω στη ν-αγάπη μας
λιβάνι τη μ- ψυχή μου.

Έρωντα πλάνε, κάθ' αργά
σε βάνω μαξελάρι,
γλυκό του πόνου βάρσαμο
και τση χαράς λυράρη.

Έρωντα, φως τσ' ανατολής,
τση νύχτας μου φεγγάρι,
του νου μου κλειδοκράτορα
και τση καρδιάς δοξάρι.

Φουνάρα* ειν' ο έρωντας
και με λαβουρδανίζει*
και δε μ- προκάνει η καρδιά
καημούς να ξεφουρνίζει.
(Από την Ποιητική Συλλογή μου
"ΔΗΜΟΠΡΑΤΗΡΙΟ ΑΙΣΘΗΜΑΤΩΝ
Α' Έκδοση 2003)

                    

"Χ ρ ι σ τ ο υ γ ε ν ν ι ά τ ι κ η  δ έ η σ η"

"...Και επί γης ειρήνη,
εν ανθρώποις ευδοκία ..."
Περίλυπη η ψυχή μου αναπέμπει Σου διάπυρη, Κύριε, ικεσία.
Μέσα στην αδιατάραχτη αρμονία του Σύμπαντός Σου
και στην ατέρμονη γαλήνη της αστρικής Σου λαμπρότητας,
παράφωνες ορθρίζουν, αιώνες τώρα, των πλασμάτων Σου
οι πυρακτωμένες δεήσεις.

Δέξου, Κύριε, τους θρήνους της μεταμέλειας, τον σπαραγμό των
ακρωτηριασμένων ελπίδων,
δέξου τις σπονδές των δακρύων,
ως εξιλασμό των πταισμάτων μας.

Προσδοκώντας από Σε την ειρήνη, λησμονήσαμε την ευθύνη μας.
Την ευτυχία την αποτιμήσαμε,
έξω από Σε, με κίβδηλα σταθμά και νομίσματα.
Προτού γεννηθείς Σε σταυρώσαμε, Κύριε, νίπτοντας τας χείρας μας, ως άλλοι Πιλάτοι.
Περί το σαρκίο μας και τη φαυλότητα εντρυφούντες,
μήτε την ειρήνη Σου υπηρετήσαμε, μήτε την ευδοκία Σου διασώσαμε.

Ως οικτίρμων, μακρόθυμος και πολυεύσπλαχνος, στέρξε την αθλιότητα και συγχώρεσε την υποκρισία μας, Κύριε !

(Από την Ποιητική Συλλογή μου
"ΑΡΩΜΑ ΦΘΙΝΟΠΩΡΟΥ
Α' Έκδοση 2003)

                                  

"Χ ρ ι σ τ ο ύ γ ε ν ν α"

Πάψετε τα κηρύγματα γι' αγάπη
και ειρήνη,
καλύτερα μιλεί ζεστός ο πόνος
των θυμάτων
κι οι γλώσσες που κολλήσανε
με άφατη οδύνη,
καθώς υμνολογούσανε τον κόσμο των θαυμάτων.

Χριστέ μου και σπλαχνίσου μας
κι άς έίμαστε αχρείοι,
τη μια με βάγια κι ωσαννά
κι ύστερα σταυρωθήτω,
στα μέτρα μας Σε κόβουμε
άρχοντες και πληβείοι
και ζούμε μες στη σύγχυση
της χλεύης και του ζήτω.

Μα απόψε που θα γεννηθείς
δέξου στην προσευχή μας
με ευλάβεια να προσπέσουμε
στων Ουρανών το δώμα.
Κάνε στο καταχείμωνο
ν' ανθίσουν στην ψυχή μας
άσπιλοι μόνο λογισμοί
και ωσαννά στο στόμα.

(Από την Ποιητική Συλλογή μου
"ΑΡΩΜΑ ΦΘΙΝΟΠΩΡΟΥ"
Α' Έκδοση 2003)

                  

" Α γ ά π ε ς "

Έχω ξεχάσει τώρα πια
την πρώτη μου αγάπη,
τη γλύκα των νεκρών φιλιών,
τη φλόγα των ματιών της,
σαν όνειρο χιμαιρικό
που άσβησε κι εχάθη,
τώρα που δε με πυρπολεί
ο πυρετός της νιότης.

Κι ήρθαν πολλές, μα καθεμιά
σαν πρώτη τη λογίζω,
καθώς των άλλων σάρωνε
και στάχτες και συντρίμμια,
που όταν τις συλλογίζομαι
λυτρωτικά δακρύζω
και χάνεται της μοναξιάς
κι η πίκρα κι η ασχήμια...

Έλα και πάρε τρυφερά
το παγωμένο χέρι
κι οδήγησέ με στοργικά
στα έρμα μονοπάτια,
της πρώτης νιότης όνειρο
και λατρεμένο ταίρι
και γέμισε με φως ζεστό
τα κουρσεμένα μάτια.

Κι ό, τι κι αν γίνει μη χαθείς
προτού να ξεψυχήσω
-- πόσο τρομάζω, να 'ξερες,
το χάος της αβύσσου !--
πλέξε για με μια προσευχή
κι άσε να σε φιλήσω
κι ας σβήσω έτσι απρόσμενα
στο φως του παραδείσου.

(Από την Ποιητική Συλλογή μου
"ΔΗΜΟΠΡΑΤΗΡΙΟ ΑΙΣΘΗΜΑΤΩΝ
Α' Εκδοση 2009)

                  

" Χ ε ι μ ώ ν α ς "

Χειμώνας κι οι βουνοκορφές
βυθίστηκαν στα χιόνια
και σέρνεται βαρύθυμη
όλ' η ζωή στην πλάση•
τα άνθη φυλλορρόησαν,
σωπάσαν και τ' αηδόνια,
άνανθα και τα όνειρα,
λες κι έχουν ξεπαγιάσει.

Κι ενώ βαθαίνει η σιωπή
κι οι θόρυβοι βουλιάζουν,
η νύχτα αργοπερπάτητη
το δίχτυ της απλώνει
σ' όλα της γης τα πλάσματα,
που μέσα της κουρνιάζουν,
όμηροι κάποιας προσμονής
και ο καημός μερώνει.

Του γκιώνη ο θρήνος παγερός
την πλάση ανατριχιάζει
στα σκοτεινά χαλάσματα,
που ο θάνατος στοιχειώνει
σαν νεκρικό προμάντεμα,
που την καρδιά σπαράζει
και μόνο η χρυσανατολή
σαν έρχεται λυτρώνει.

Μέσα στην τρίσβαθη ψυχή
η ελπίδα ξαποσταίνει
προσμένοντας την άνοιξη
ευωδιασμένη πάλι,
μυριόχρωμη, μυριόπλουμη,
μυριολουλουδιασμένη
με τ' όνειρο ν' ανθοβολά
σαν ρόδο στ' ανθογυάλι.

(Από την Ποιητική Συλλογή μου
" ΣΠΟΝΔΕΣ "
Β' Έκδοση 2017)

                    

"Τ ο υ  Α π ρ ι λ ο -- Μ ά η" *

Βουλιάζει απόψε στη σιωπή
η άδεια κάμαρά μου
και η ψυχή μου ασφυκτιά
στης μοναξιάς το βρόχι.
Να 'ξερες πόσο θα 'θελα
να σ' είχα εδώ σιμά μου,
σ' αυτήν την ανευώδιαστη
μαραζωμένη κόχη.

Κι ας μην κρατάς στα χέρια σου
για να με κοινωνήσεις
το άγιο δισκοπότηρο
του μεθυσμένου Απρίλη•
ένα κρινάκι του αγρού
στ' ανθόγυαλο ν' αφήσεις
φτάνει το γέλιο για ν' ανθεί
και στα δικά μου χείλη.

Του Απριλο--Μάη ολόδροσο
το μυρωμένο αγέρι
ας φέρει το ανοιξιάτικο
στη σκήτη μου τραγούδι,
μαζί μ' έν' αναστάσιμο
λαμπριάτικο αγιοκέρι
κι ένα φαιδρό της πασχαλιάς
ολάνθιστο λουλούδι.

Και θα προσμένω διάπλατα
στην πόρτα μου ν' απλώσεις
χαλί τα ροδοπέταλα
για νά 'μπεις μέσα φως μου,
να σε κλειδώσω ερμητικά
μήπως και μετανιώσεις
και μου χαθείς στην ερημιά,
και νά 'μπει ο θάνατός μου.

Κι ύστερα τι; Βαθιά σιγή
μες στη φθορά θα νιώθω.
και πιότερο άδειο το κενό
για την πικρή μου μοίρα
και μες στην εγκατάλειψη
μιια συλλογή θα κλώθω,
πως στην αγάπη όλα τα 'δωσα
και τίποτα δεν πήρα.

Ηράκλειο 26--4--2019

* ( Από τα τελευταία ανέκδοτα και
αδημοσίευτα ποιήματά μου)

                                 

" Έ ρ ω ς α ν ί κ α τ ε ..." *

Χάδι βελούδινο μες στο βλέμμα σου λάμπει
της αγάπης εκείνο το γλυκύτατο φως
κι ανοίξαν πλατιά τα φυλλοκάρδια σου
νά 'μπει
επισκέπτης ο έρωτας, δυνάστης κρυφός.

Και πλμμύρισαν φως της ψυχής τα σκοτάδια
και δειλά φτερουγίσαν οι ελπίδες ξανά
κι άνθισαν όνειρα στ'αξημέρωτα βράδια
και άλικα ρόδα στης ζωής τα γκρεμνά.

Και θα 'ρθουν του φθινόπωρου άρρωστες
μπόρες
κι ύστερα του χιονιά η απειλή παγερή
κι εμείς της μοναξιάς τις ατέλειωτες ώρες
θα μετράμε σε πένθιμη, θλιβερή σιωπή.

Κάπου - κάπου κάποιος λυγμός και πικρό
δάκρυ,
μα πάντα στους ώμους τα κατάσπρα φτερά
θα μας ταξιδεύουν στων ονείρων τα μάκρη
με χαρμόσυνη λύπη και θλιμμένη χαρά.

Κι ευλογημένο στα μάτια θα λάμπει
εκείνο της αγάπης το τρισάγιο φως
και θα μας θερμαίνει στου χειμώνα τα θάμπη
ο ανίκητος έρωτας, δυνάστης λαμπρός.

Ηράκλειο 22- 9- 2018

* (Από τα τελευταία ανέκδοτα και
αδημοσίευτα ποιήματά μου)

                                        

"Χ ε ι μ ω ν ι ά τ ι κ η  ο λ ο ν υ χ τ ί α "

Πυρακτωμένες οι μνήμες μου ξυπνούν
και με φωτάνε σγιοκάντηλα,
μέσα στην κατανυκτική ολονυχτία του χειμώνα.
Και μια νοσταλγία ιερή διαπερνάει τρυφερά
τα μύχια της ψυχής μου.

Μπορεί έξω να μαίνονταν άγριοι οι καιροί,
Μπορεί να μας βασάνιζε η στέρηση κι η φτώχεια.
Δύσκολα χρόνια δίσεκτα,
με χαίνουσες ακόμη του πολέμου τις πληγές
κι ασήκωτες της αναπόδραστης σκλαβιάς
τις πικραμένες ώρες.
Μα μες στο πατρικό βασίλευε διάχυτη γαλήνη.

Παραμυθία των ψυχών το καπνισμένο
εικονοστάσι στη γωνιά
κι η έγνοια του λαδοκάντηλου,
που μας φωτούσε πάντα ακοίμητο
και πάντα νυσταγμένο.
Πολύτιμο αντίδωρο της φτωχομάνας γης
στων ταπεινών τον μόχθο,
γουργούριζαν χοροπηδώντας τα κουκιά
στο πήλινο τσουκάλι,
ωσάν ολοφυρόμενες άκομψες μπαλαρίνες,
πάνω απ' της φωτιάς την έξαψη.
Ή μάνα απ' το ξημέρωμα ετοίμαζε το φαγητό,
γιατί την πρόσμενε ο μόχθος της ημέρας
στο χωράφι.
Και ο πατέρας στην αυλή λιάνιζε τα λιοκούτσουρα για το αδηφάγο τζάκι.

Κι εμείς πέντε παιδιά ανήλικα,
συνωστιζόμαστε αντικρύ του
και σφίγγαμε κατάστηθα με απελπισμένα χέρια τις πύρινες ανάσες του,
και τ' όνειρο μετέωρο ακόμη ν' αγρυπνά
στα τσιμπλιασμένα μάτια.

Κι έξω ας μαίνονταν άγριοι οι καιροί
κι υπόκωφος ο θρήνος, λυγμικός,
για τη λεηλασία της ψυχής από τον
πόλεμο---φονιά
να μην καταλαγιάζει.

(Από την Ποιητική Συλλογή μου
"ΣΠΟΝΔΕΣ"
Β' Έκδοση 2017)

                

" Μ ε  λέ ν'  α γ ά π η"

Γοργοσιμώνει παγερή
απόψε η νύχτα πάλι
κι όλα τα μοσχολούλουλουδα
σύναξα της αβύσσου
και μέσα στο κατάξερο
τα στόλισ' ανθογυάλι
προμάντεμα λατρευτικό
στην άγια θύμησή σου.

Πικρό κυλά το δάκρυ σου
απ' το μοιραίο βράδυ
με τρυφερή σου συντροφιά
το αργυρό φεγγάρι
κι εγώ χαμένος στης νυχτιάς
το φωτερό μαγνάδι
να το μαζεύω ευλαβικά
σαν ακριβό λογάρι.

Σαν θρόισμα χανόμουνα
μη νιώθεις τη φυγή μου
και σου 'κλεβα τη λάμψη σου
που τη φυλάσσω εντός μου
λαμπάδα αναστάσιμη
κι εικόνα και πνοή μου
και άγιο δισκοπότηρο
στην ερημιά του κόσμου.

Και μου μηνά η παγωνιά
και το βαθύ σκοτάδι
πως θά 'ρθουν πάλι για κρυφτό
-- αλί ! -- στην κάμαρά μου
κι εσύ στους δρόμους χάθηκες,
να 'ρθεις μ' ένα σου χάδι
να ευωδιάσεις το κενό
και την πικρή χαρά μου.

(Από την Ποιητική Συλλογή μου
"ΡΩΓΜΕΣ ΠΟΛΥΧΡΩ

                 

"Μ ν ή μ ε ς τ ο υ Σ α ρ ά ν τ α"


Απ' τα χαράματα μαυροφορέθηκε
η γριά καμπάνα της Ευαγγελίστριας
κι άρχισε να διαλαλεί με λυγμική παραφορά
και σπαραγμό το νέο θλιβερό μαντάτο.
Σκοτείνιασαν οι ουρανοί και οι ψυχές
και τα χαμόσπιτα καταπλακώθηκαν
από μια αβάσταχτη κατάμαυρη μαυρίλα.
" Ο Ντορμάς σκοτώθηκε στ" Αλβανικά βουνά..." κι άλλος προχθές, κι άλλος αντίπροχθες και τούτο το κακό δε θα 'χει,
όπως πάει, τελειωμό.

Μα, συχνά πυκνά, ανάμεσα στους θρήνους
των θανάτων, θριάμβων ιαχές
και πανηγυρισμοί κι αλαλαγμοί χαράς.
Πήραμε το Αργυρόκαστρο, την Κορυτσά,
το Τεπελένι, την Πρεμετή, τους Άγιους Σαράντα, την Κλεισούρα, τη Χειμάρα....
Και ο ανυπόταχτος γεροβοσκός Λαγουδο-- Γιώργης υποψιασμένος από το ολοήμερο καμπανοχτύπημα, άφησε το χειμαδιό και αναμαλλιασμένος μπήκε σαν σίφουνας στην εκκλησιά την ώρα της δοξολογίας,
κι αφού σταυροκοπήθηκε γονατιστός στην Παναγιά, τινάχτηκε ολόρθος σαν αγρίμι μαζί με το κεφαλομάντιλό του βροντοφωνάζοντας
με άγρια φωνή βουνίσια:
"Ζήτω η Ελλάδα...! Ζήτω η Ελλάδα...! "
Και σείστηκε συθέμελα ο ναός
και, καθώς έσμιξε όλος ο λαός στην ίδια ιαχή,
κλονίστηκαν τα λαδοκάντηλα και τ' αγιοκέρια
και λούφαξαν και τα μωρά στους κόρφους
των μανάδων....

Έτσι ανεξίτηλη σε σμίλεψαν στη μνήμη μου,
πατρίδα !
Ελλάδα των δακρύων και των θυσιών.
Ελλάδα του χρέους και του κλέους,
των αγώνων, των.αιμάτων και των θαυμάτων.
Μέσα από συμπληγάδες σου έταξε η μοίρα
να πορεύεσαι προς την αιωνιότητα.

( Από την Ποιητική Συλλογή μου
"ΡΩΓΜΕΣ ΠΟΛΥΧΡΩΜΙΑΣ"
Α' Έκδοση 2015)

                       

" l n m e m o r i a m "

Κέρινα τα χέρια σου
και η μορφή σου κατακίτρινη
στο χρώμα του θανάτου
κι ολόγυρα να σε τυλίγουν, μάνα μου,
λευκοί λεμονανθοί,
νυφούλα για του χάροντα
τη νυφική παστάδα.
Κλειστά τα μάτια σου
και δεν μπορώ, ακριβή μου,
να μαντέψω τ' απόκρυφά σου όνειρα
κι ούτε αν υπάρχουν καν,
μήτε το λάβρο, πυρωμέμο βλέμμα σου,
καθώς με κοίταζες σαν ζούσες.
Ποιος ξέρει τώρα πού τραβάς,
και ποια σε σέρνουμε δύσβατα μονοπάτια,
καθώς για την αχερουσία
χωρίς του δυόσμου τις ανασαιμιές,
δίχως το κλάμα των παιδιών
και του κορυδαλλού τις τρίλιες
κατάμονη πορεύεσαι.

Μες στην αιθρία της καλοκαιρινής νυχτός
σου ανάφτω αγιοκέρι
τον σκοτεινό σου δρόμο να φωτίζω,
ώσπου να σε υποδεχτούν μ' έναν
τριγμό στριγκό
οι οξειδωμένες κλειδαριές του παραδείσου,
όπου οι παππούδες σε προσμένουνε
με ανοιχτές τις αγκαλιές
και τ' ανθισμένα μάτια.
Μανούλα μου !

(Από την Ποιητική Συλλογή μου
" ΕΣΠΕΡΙΝΟΙ "
Α' Έκδοση 2018)

                  

"Ο  δ υ ν ά σ τ η ς  π ό ν ο ς"

Ω πόνε, που στα βρόχια σου
στενάζει η ψυχή μου
κι αποζητάει σαν τρελή
κάπου να ξεχαστεί,
κάποτε σ' ένα όνειρο,
σε κάποια προσευχή μου,
που συλλαβίζω άγρυπνος
ως νά 'ρθει το πρωί.

Ω πόνε, που των ευγενών
τα στήθη φαρμακώνεις
και ύπουλα σαν το χτικιό
τη νιότη τους τρυγάς
και σέρνεσαι ανύποπτος
κι όλο και τους κλειδώνεις
μες στη βαθιά αγκάλη σου
και τους αποξεχνάς.

Ω πόνε, ως τα τρίσβαθα
με σκάβεις και μ' οργώνεις
και μου ξεθάβεις τους καημούς,
τον μαύρο στοχασμό,
το δάκρυ το αμόλυντο
και στην ψυχή μου απλώνεις
του πένθιμου φθινόπωρου
γλυκό τον σπαραγμό.

Ω πόνε, της ψυχής πικρέ
δυνάστη λατρεμένε,
που των ανθρώπων τη χαρά
κρατάς πάντα σβηστή
σαν άδειο αγιοκάντηλο,
αναθεματισμένε,
που στέρεψε η φλόγα του
κι έχει λησμονηθεί.

Ω πόνε, και πως βρέθηκες
στο διάβα μου απόψε,
που 'λεγα πως σου ξέφυγα
έστω για μια φορά,
όσ' άνθη μου απόμειναν
μες στην καρδιά μου κόψε
και ρίξ' τα νεκρολούλουδα
στου τάφου τη φθορά.

(Από την Ποιητική Συλλογή μου
" ΕΣΠΕΡΙΝΟΙ"
Α' Έ κδοση 2018)

         

"Η α μ α ρ τ ω λ ή"

Απλόχερα σου χάριζα
καρδιά, ψυχή και σώμα
και μου 'δινες γι αντάλλαγμα
ψεύτικο το φιλί
και πλένω με ροδόσταμο
το συλημέμο στόμα
απ' την πικρή σου σίσθηση
μήπως και λυτρωθεί.
Μέσα στα μάτια σου ποτέ
δεν είδα μιαν αλήθεια
κι όμως σε λάτρεψα πολύ
με άδολη ψυχή
και λόγιαζα γι αληθινά
τα πλάνα παραμύθια,
που σκάρωνες περίτεχνα
σε κάθε απαντοχή.
Ο έρωτας -- αλί ! -- για σε
δεν είχε αραξοβόλι
κι αν άραζες το απόβραδο
χανόσουν το πρωί,
σαν το μελίσσι που τραβά
για νέο περιβόλι,
για να τρυγήσει άπληστα
μιαν άλλη ανθοβολή.
Πόρνη να σε ομομάτιζα
δε θα 'ταν ίσως λάθος,
έτσι που τόσο αλόγιστα
ξόδευες το κορμί
και άναβε παντού φωτιές
το αλύτρωτό σου πάθος,
ωραία μου αδιάντροπη,
γλυκιά μου αμαρτωλή.
Δε σε θρηνώ που χάθηκες,
δεν είχες άλλο δρόμο,
μόνο που την αγάπη σου
πήρα στα σοβαρά
και κάθε απομεσήμερο
ρωτώ τον ταχυδρόμο
μήπως και του περίσσεψε
για με κάποια χαρά.
(Από την Ποιητική Συλλογή μου
"ΚΑΛΗΝΥΧΤΑ , ΛΟΙΠΟΝ"
Α' Έκδοση 2011)

                   

" Μ α γ ι κ ό   α κ ρ ο γ ι ά λ ι "

Τ' αφρογάλαζα κύματα
τρυφερά σ' αγκαλιάζουν
μ' ένα πάθος ασίγαστο
κι ένα λάβρο φιλί,
στους σμαράγδινους κόρφους σου
τα κοχύλια ταιριάζουν
διαμαντένιο διάδημα,
που το φως πυρπολεί.
Ο γλυκόηχος φλοίσβος σου
μαγεμένη φλογέρα
και τα χάδια ατέλειωτα
στη χρυσή αμμουδιά,
μια γαλήνη διάχυτη
μες στη λιόκαλλη μέρα
κι ευωδιάζει το πέλαγος
και σκιρτά η καρδιά.
Κι απαγκιάζουν φιλήδονα
στη ζεστή αγκαλιά σου
λιγωμένα χαμόγελα
και ερώτωνν λυγμοί
και κεντούνε με όνειρα
τη γαλάζια ποδιά σου,
που τα παίρνει το κύμα σου
πριν να γίνουν καημοί.
Τα νερά σου κρυστάλλινα
καθρεπτίζουν τα βράδια
τη μαγεία του σύμπαντος
και των άστρων το φως,
στο κυνήγι της χίμαιρας
ολονύχτια βάρδια
του ποιητή του ανέφικτου
ο κρυφός παιδεμός...
Γλυκό που 'ναι τ' απόβραδο
στο μαγικό ακρογιάλι,
που με πλανά μια θύμηση
κι έχω αποξεχαστεί
και μέσα σε μια χαύνωση
κι έξαλλη παραζάλη
θαρρώ πως ό, τι πέθανε
απόψε ξαναζεί.
( Από την Ποιητική Συλλογή μου
"ΔΗΜΟΠΡΑΤΗΡΙΟ ΑΙΣΘΗΜΑΤΩΝ"
Α' Έκδοση 2009)

                   

" Α ν α π ο λ ή σ ε ι ς "

Επιτέλους, σ' αντάμωσα,
ξεχασμένη μου νιότη,
στων παιδιών το χαμόγελο
και στο πλάνο τους βλέμμα,
στου φωτός το παιγνίδισμα
στ' ουρανού τη λαμπρότη,
στης ζωής το γλυκύτατο
κι ανυπόκριτο ψέμα.
Στα χλωροπράσινα φύλλα ,
στων ανθών τις εκρήξεις,
στη μυστική υμνωδία
που αναπέμπει η πλάση,
στων πτηνών των απόδημων
τις μετέωρες πτήσεις,
στων χρωμάτων το αλλόφρονο,
μεθυσμένο γιορτάσι.
Στου γιαλού το φρικίασμα
που θωπεύει την άμμο,
στου νερού το κελάρυσμα
στο βαθύσκιωτο ρέμα
και στα ζούδια που σέρνονται
ποικιλόχρωμα χάμω
και κεντούν μες στο απόβροχο
αδαμάντινο στέμμα.
Στις καρδιές των ανθρώπων,
που ευδόκησε η μοίρα
να φυλάξουν αμόλυντη
και καθάρια τη σκέψη
και ορθρίζουν μ' ευλάβεια
σε χιλιόχρονη λύρα
απαράλλαχτη δέηση
απ' το βράδυ ως να φέξει...
Επιτέλους, σε βρήκα ξανά,
χαμένη μου αγνότη,
στην Άνοιξη που καλπάζοντας
μυρώνει τη φύση
και είναι,.θαρρείς, της ζωής μου
η ώρα η πρώτη
και το πρώτο λιγωμένο
της ψυχής μου μεθύσι.
(Από.την Ποιητική Συλλογή μου
"ΔΗΜΟΠΡΑΤΗΡΙΟ ΑΙΣΘΗΜΑΤΩΝ"
Α' Έκδοση 2009)

                

 "Α π ό δ ρ α σ η "

Διώξε μακριά τη συλλογή,
το δάκρυ ας μη θολώνει
μήτε σαν θλιβερή σκιά
το γαλανό σου βλέμμα
και σφυρηλάτησε κρυφά,
μες στης ψυχής το αμόνι,
μιας ταπεινής, έστω, χαράς
το μαγεμένο ψέμα.
Βιάσου για τ' όνειρο ξανά,
βλέπεις πως σουρουπώνει
και πέφτει του ηλιού το φως
αρρωστημένο χάδι
κι η δύση καταπόρφυρη
τα σύννεφα ματώνει
και σε τυλίγει παγερό
της νύχτας το σκοτάδι.
Κι ύστερα τι; Μια σιωπή
στα νυσταγμένα μάτια
κι η λιτανεία των καιρών
που σ' άφησαν ρημάδι
στα δύσβατα που τράβηξες
κι άγονα μονοπάτια,
με μια παράφορη ορμή
σπ' την αυγή ως το βράδυ.
Φύγε, λοιπόν, για τ' όνειρο
κι άστο να σε παιδεύει
και ξέχνα τ' άσπρα σου μαλλιά
και κάθε σου ρυτίδα,
κάθε σου στοχασμό πικρό
κι άσε να σε μαγεύει
η πλάνη ανεμόδαρτη
μέσα στην καταιγίδα.
Κι ύστερα γείρε απαλά
τ' όνειρο μην ξυπνήσει
κι αν τό 'βρει ξάγρυπνο η αυγή
τάξε στην προσευχή σου
στον Άγιο κρυφολείτουργο
η ελπίδα να μη σβήσει
και κλείσε τη στα σπλάχνα σου
γλυκά κι αποκοιμήσου.
(Από την Ποιητική Συλλογή μου
"ΔΗΜΟΠΡΑΤΗΡΙΟ ΑΙΣΘΗΜΑΤΩΝ"
Α' Έκδοση 2009)

                                           

" Π ρ ω τ ο β ρ ό χ ι "

Άκουσε πώς μοσχοβολά
το νοτισμένο χώμα
καθώς ρουφά η μάνα γη
την πρώτη της βροχή,
με πόση δίψα άπληστη
ανοιγοκλεί το στόμα
κι ανατριχιάζει σύγκορμη,
στη λάβρα 'παντοχή.
Από της πρώιμης βροχής
τις διαμαντένιες στάλες
στο φλογερό της οργασμό
έχει αλυσοδεθεί,
γυναίκα που διάπλατα
άνοιξε τις αγκάλες
κι έχει σε ζάλη ερωτική
γλυκά παραδοθεί.
Με χρώματα κι αρώματα
και της αγάπης γλύκα
μια νέα τώρα άνοιξη,
μες στην τυφλή φθορά,
αθόρυβα στα σπλάχνα της
μας ετοιμάζει προίκα,
μες στον κρυφό της πυρετό
με μια σεμνή χαρά...
Τιμή σε σένα, μάνα γη,
που τρέφεις το χορτάρι,
το κλήμα και το λιόδεντρο,
το στάχυ το ξανθό,
κι αμείβεις τον ιδρώτα μας
με ατίμητο λογάρι
κι όσες πληγές σου δίνουμε
με μυρωμένο ανθό.
(Από την Ποιητική Συλλογή μου
" ΑΡΩΜΑ ΦΘΙΝΟΠΩΡΟΥ "
Α' Έκδοση 2003)

                   

"Ε ί ν α ι  ω ρ α ί α  η  ζ ω ή"

Να 'ξερες πώς μ' ανατριχιά
η σκέψη του θανάτου,
ωσάν απόλυτο κενό
στη μοναξιά του κόσμου,
σαν έξοχη απαντοχή
στις ώρες του καμάτου,
μια ηδονή μακάβρια
που σπαρταρά εντός μου.
Κι ανοίγω τα σεντούκια μου
μαζί μου για να πάρω
κάποιες θλιμμένες θύμησες
και τους πικρούς καημούς μου,
δώρα βαριά κι ατίμητα
στον τρομερό κουρσάρο
κι αφήνω σ' ό,τι αγάπησα
μόνο τους θησαυρούς μου.
Τις όμορφές μου τις στιγμές
πίσω μου τις αφήνω
--δε θέλω μες στην άβυσσο
μαζί μου να χαθούνε --
σαν φως και χρώμα κι άρωμα,
καθώς εγώ θα σβήνω,
και σαν γλυκός ανασασμός
στη γη να σκορπιστούνε.
Είναι ωραία η ζωή
κι εξαίσια τα λαθη
--ποιοι, τάχα αναμάρτητοι,
μπορούν να τ' αρνηθούνε ; --
κι είναι πεζή κι αγλύκαντη
χωρίς καημούς και πάθη,
να σβήνουν με τ' απόβραδο
και το πρωί ν' ανθούνε.
(Από την Ποιητική Συλλογή μου
"ΑΡΩΜΑ ΦΘΙΝΟΠΩΡΟΥ"
Α' Έκδοση 2003)

            

" Μ ν ή μ ε ς "

Μνήμες κι απόψε μου ξυπνούν,
μες σε στιλπνό μαγνάδι,
τα χρόνια μου τα μαγικά
της τρυφερής μου νιότης
κι υφαίνουνε με ολόχρυσο
στημόνι και υφάδι
άσπιλους πόθους και καημούς
που μύρωνε η αγνότης.
Παιδούλες μυριοπλούμιστες,
με φιόγκους στα μαλλιά τους,
κι αγόρια με ατίθαση
και ρυπαρή την κόμη
ξεσήκωναν τις γειτονιές
με την ανεμελιά τους
και γέμιζαν ξεφωνητά
οι σκονισμένοι δρόμοι.
Κι οι μάνες με λιβανωτούς,
με του σπερνού τον χτύπο,
θύμιαζαν τα 'κονίσματα,
τον δρόμο, την αυλή τους
γεράνια και βασιλικούς
στου περβαζιού τον κήπο,
με αγιοσύνη στη ματιά
και γλύκα στην ψυχή τους.
Τα βράδια όλοι αραδιαστοί
στο πατρικό τραπέζι
μοιράζαμε καλόκαρδοι
της φτώχειας τα καλούδια,
κι απ' τη γωνιά του καντηλιού
το φως να τρεμοπαίζει
και μες στο θάμπος της νυχτιάς
να μοιάζουμε αγγελούδια.
Τυφλή τώρα τα σάρωσε
του χρόνου η καταιγίδα
στο θλιβερό φθινόπωρο
φύλλα κιτρινισμένα
και μόνη πια παρηγοριά
απόμεινε η ελπίδα
να ζούμε μες στις θύμησες
ό, τι 'χουμε χαμένα.
(Από την Ποιητική Συλλογή μου
"ΑΡΩΜΑ ΦΘΙΝΟΠΩΡΟΥ"
Α' Έκδοση 2003)

            

"Μ ο ν α ξ ι ά"

Ριγάει σύγκορμη
απόψε η ψυχή
καθώς απρόσμενο
ήρθε το πρωτοβρόχι.
Βαριά, μελάγχολη
κι ατέρμονη σιγή
κάτω απ' της νύχτας
την απέραντη απόχη.
Τίποτε δεν απόμεινε
για με ν' ανθεί,
μήτε μια θύμηση παλιά,
μήτε εικόνα.
Μοιάζω με σκέλεθρο
που ανώφελα πενθεί
κατάμονο, θρηνητικό,
μες στο χειμώνα.
Ό,τι μου απόμεινε απόψε
να κρατώ,
τρισεύγενη κι αγνή κι αθώα
συντροφιά μου,
το άδολο βλέμμα των παιδιών μου
το ζεστό
που απ' τα κάδρα πυρπολεί
τη μοναξιά μου.
Κλειστά παράθυρα η νύχτα
να μην μπει,
--ποιος ξέρει τι κακό στην κάμαρη
θα φέρει ; --
από των κάδρων τη γαλήνη
κι οι γονιοί
με αλλόφρονη σιωπή
μου απλώνουνε το χέρι.
Κάπου ανάμεσα σε σας
ισορροπώ,
υπέροχες ψυχές
και μνήμες λατρεμένες,
που δε ζυγίσατε ποτέ
"το σ' αγαπώ",
όσο κι αν ήσαστε απ' τον πόνο
κουρσεμένες.
(Από την Ποιητική Συλλογή μου
" ΑΡΩΜΑ ΦΘΙΝΟΠΩΡΟΥ "
Α' Έκδοση 2003)

              

"Τ α  π α ρ α μ ύ θ ι α"

Πόσο με πλάνεψες, ζωή,
με πλάνα παραμύθια,
που 'ταν γραφτό να σβήσουνε
σαν ρόδα σ' ανθογυάλι,
σαν πεφταστέρια στη νυχτιά,
σαν ψέμα στην αλήθεια,
κούφια κοχύλια που κυλά
το κύμα στ' ακρογυάλι..
Κι εγώ μεθούσα με όνειρα,
καθώς το 'χω συνήθεια,
για ραδινές πριγκίπισσες
που σεργιανούν στα κάστρα
τους πόθους νανουρίζοντας
στα κλειδωμένα στήθια
και ξαγρυπνούνε παίζοντας
πεντόβολο με τ' άστρα,
για δράκους που στοιχειώσανε
σ' έρημα μονοπάτια,
που μόνο ιππότες με φτερά
στ' άλογα τα περνάνε,
για κονταροχτυπήματα
κι ερωτικά γινάτια
και πνεύματα καλόγνωμα
που άγρυπνα μας φυλάνε,
για δίκιο και για αρετή
και γι' αρχοντιά και τάξη,
για ιπποσύνη κι έρωτα,
φιλία και σεμνότη,
περίτεχνα τα ξόμπλιασες
μ' αστραφτερό μετάξι,
καθώς σε πίστεψα, ζωή,
στην τρυφερή μου νιότη...
Πόσο με πλάνεψες, ζωή,
και πόσα μου 'χεις κλέψει,
που άλλο πια να μην ποθώ
στην κρύα κάμαρά μου
παρά τη λήθη ν' απλωθεί
μες στην τρελή μου σκέψη,
όσο ακόμη ανθοβολούν
κι η πλάνη κι η χαρά μου.
(Από την Ποιητική Συλλογή μου
"ΑΡΩΜΑ ΦΘΙΝΟΠΩ

                  

"Ν ο σ τ α λ γ ί α "

Ήθελα να 'μουνα παιδί...
Να, ετσιδά, καθώς σ' αλλοτινούς καιρούς, αρχάγγελος της λευτεριάς
στα καλντερίμια του χωριού
κι αλήτης γυμνοπόδαρος στα διάσελα
καβάλα με τ' αερικά.
Να παίζω με τις λάσπες και τα χώματα
μες στη βροχή και στα λιοπύρια,
να δένω φιόγκους ηλιαχτίδες
στων κοριτσιών μου τις πλεξίδες.
Να μην πενθώ ποτέ ,
μήτε για τη φτώχεια μου,
μήτε για τη γύμνια μου,
μήτε για την πείνα μου,
μόνο για τα σπουργίτια
που κρουσταλλιάζανε το καταχείμωνο,
ικέτες σιωπηλοί,
στ' απάγκειο του παραθυριού,
και τα μεγαλοβδόμαδα, κάθε άνοιξη,
με τη βαθιά καμπάνα μας
που πασπαλούσε απ' τον όρθρο ολημερίς
με τόνους σπαραγμού
τα γύρω μου κι εντός μου μονοπάτια
και τα ψιχαλιστά μου αθώα μάτια.
Να μην πονώ ποτέ,
από καμιά πληγή,
σαν κούρνιαζα στης μάνας μου το γόνυ
στην παραστιά την κρύα νυχτιά
και αγροικούσα να μου μουρμουρά
πότε το τετραβάγγελο
και πότε παραμύθι
κι εγώ μες στα ροζιάρικά της χέρια
να χαΐδεύομαι και να ονειρεύομαι.
Να μη φοβούμαι
μήτε τους δράκους,
μήτε τα στοιχειά,
μήτε και τους οχτρούς
-- ποιοι να 'ταν τάχα ; --
μήτε τους ίσκιους που γιγάντωναν τα βράδια
-- Θεέ μου, πόσα χτυποκάρδια ! --
στ' απόσκια του χωριού,
σαν ακουμπούσε στου πατέρα μου
το στέρεο χέρι
κατάσπρο η ψυχή μου περιστέρι.*
(Από την Ποιητική Συλλογή μου
"ΑΡΩΜΑ ΦΘΙΝΟΠΩΡΟΥ"
Α' Έκδοση 2003)
*Ποιος δε θυμάται με συγκίνηση τα παιδικά του χρόνια ;;;

                         

" Α ν α π ό λ η σ η "

Πόσο φαντάζουν άχαρα
τα περασμένα τώρα,
σαν ρόδα που φυλλορροούν
σε παγερό ανθογυάλι
και σαν σκαριά χρυσάρμενα
που σπάραξε η μπόρα
και ο θυμός του πέλαγου
σ' ερημικό ακρογιάλι.
Θε μου, και πώς ξεθώριασαν
και μνήμες και εικόνες,
τα λατρεμένα πρόσωπα
--λευκά μου περιστέρια ! --
τα πένθιμα φθινόπωρα
κι οι θλιβεροί χειμώνες,
οι έρωτες της άνοιξης
και τ' άσπρα καλοκαίρια.
Κι όσο θυμάμαι τι τρελή
λαχτάρα μ' είχε δέσει
που 'δινα και το αίμα μου,
το φως μου κι ήταν λίγο
κι ήταν γλυκιά η παιδομή
που μ' είχε αλυδοδέσει
που στην πικρή της θύμηση
τον θάνατό μου σμίγω.
Κι όμως ακόμη τ' αγαπώ
κι ας σβήνουν σε μιαν άκρη
κι ας μείναν δίχως άρωμα,
χωρίς πνοή και χρώμα
κι ας κλειούνε μες στη σιωπή
τον πόνο και το δάκρυ
κι ας τα στοχάζομαι θλιφτός
με σφραγισμένο στόμα ...
Μα 'πόψε που με τυραννούν
κι η μοναξιά κι η πλήξη,
με όση μου απόμεινε ορμή,
στ' αγαπημένα πάθη,
διάπλατα την πόρτα της
έχ' η ψυχή μου ανοίξει,
κι ας είναι τούτα τα στερνά
κι εξαίσιά μου λάθη.
(Από την Ποιητική Συλλογή μου
" ΑΡΩΜΑ ΦΘΙΝΟΠΩΡΟΥ "
Α' Έκδοση 2003)

               

"Κ ο υ ρ α σ μ έ ν α  φ θ ι ν ό π ω ρ α"

Άρωμα του φθινόπωρου
τα κίτρινα φύλλα,
που ριγούν στα λασπόνερα
στου δρόμου την άκρη
και των δέντρων τα σκέλεθρα
στ' ουρανού τη μαυρίλα,
να σταλάζουν του απόβροχου
διαμαντένιο το δάκρυ.
Κουρασμένα φθινόπωρα
η ψυχή μου πλημμύρα,
μαγικές αποχρώσεις
και χλομές συγκινήσεις,
λυγμικές μελωδίες
σε παράφωνη λύρα
από άρρωστους έρωτες
και θολές παραισθήσεις.
Κι όμως, πόση μαγεία ,
Θεέ μου! Βλέπεις, τα νιάτα
έδιναν σ' όλα μια λάμψη
κι ένα εξαίσιο πάθος,
που ο χρόνος ξεθώριασε
και φαντάζουν γεμάτα
από άδειο κενό
κι ανερμήνευτο λάθος.
Τώρα, κουρασμένο φθινόπωρο,
πες μου πού πάμε
και τι πήραμε τάχατες
και τι απομένει
διακριτικά να τρυγήσουμε,
ή μήπως χρωστάμε ;
Ιερή αγωνία σου,
καρδιά μου θλιμμένη !
(Από την Ποιητική Συλλογή μου
"ΑΡΩΜΑ ΦΘΙΝΟΠΩΡΟΥ"
Α' Έκδοση 2003)

                 

"Π ι κ ρ ό  τ ρ α γ ο ύ δ ι"

Γιομάτο από σιωπές
ζυγώμει αργά το βράδυ,
που νιώθεις την ανάσα του
κρύα να σε κυκλώνει
κι οι μνήμες μόνο ξαγρυπνούν
στο φωτερό σκοτάδι
σε λιτανεία θλιβερή
που την καρδιά παγώνει.
Πού τάχα να ταξίδεψαν
το κάλλος και η χάρη,
το πάθος το ασίγαστο
που 'χει καιρό στερέψει,
τα όνειρα που ανάσαιναν
στ' άγρυπνο μαξιλάρι
και η μαγεία του έρωτα
κι η μεθυσμένη σκέψη ;
Πού τάχα φυγαδεύτηκαν
πρόσωπα λατρεμένα,
που ανθίζανε στα μάτια τους
οι ομορφιές του κόσμου
κι άναβαν μοσχολίβανο
με χέρια ροζιασμένα
κι άσβεστο αγιοκάντηλο
που ακόμα καίει εντός μου ;
Ανάκατο με ψίθυρους
στης νύχτας το μαγνάδι
το σκοτεινό το βλέμμα τους
νιώθω να με τυλίγει
κι εκείνο της λατρείας τους
το ξεχασμένο χάδι
μιαν αψηλάφητη πληγή
μες στην ψυχή μου ανοίγει.
Κι ετούτ' οι ακατάληπτοι
ψιθυρισμοί, ποιο τάχα
μήνυμα να μου κουβαλούν
στου κόσμου εδώ την άκρη ;
Μήπως απρόσμενη χαρά
μου φέρνουνε μονάχα,
ή μήπως να τρυγήσουνε
και το στερνό μου δάκρυ ;
(Από την Ποιητική Συλλογή μου
"ΚΑΛΗΝΥΧΤΑ, ΛΟΙΠΟΝ
Α' Έκδοση 2011)

             

"Ο Κ α ρ α -- Γ ι ά ν ν η ς"


(Άφησε εποχή στα γλέντια του Μοχού)
Καρα--Γιάννης, όπως λέμε καραμπογιάς.
Μια μινιατούρα φθίνοντος σγαθού πρεσβύτη χαμένη στα σαλβάρια του τα τσόχινα, μ' ένα μαύρο κεφαλομάντιλο κολάρο.
Μαυριδερός με χέρια μαλλιαρά,
πρόσωπο κοκαλιάρικο
μ' εξογκωμένα μήλα, μαύρα και μαυροκυκλιασμένα μάτια, χωμένα σε βαθιές σκοτεινιασμένες κόγχες, που ίσκιωναν τα φρύδια του πυκνά σαν τις βαριές αδιαπέραστες κουρτίνες. Σου επιτρέπανε να διακρίνεις μέσα του μόνο ό, τι εκείνος ήθελε να δεις.
Και πιο κάτω ένα βαρύ, ασήκωτο
μουστάκι.
Απουσίαζε από τα καφενεία, την κοσμική ζωή και τις συνάξεις.
Αν τον αντάμωνες στον δρόμο,
έφευγε σαν τον αέρα ανάλαφρος
με ένα σύντομο χαιρετισμό.
Αλλά κάθε μεγάλη καλοκαιρινή
γιορτή ήταν παρών.
Μας αναζητούσε και τον αναζητούσαμε.
Πίναμε πολύ κι ελάχιστα εκείνος.
Στα γλέντια επισήμαινε τις όμορφες κοπέλες και τάχατες τυχαία μας παράσερνε κοντά τους. Εκείνος πρωταγωνιστής κι εμείς κομπάρσοι.
Τον κυρίευε ένα πάθος ιερό, που ξέσπαγε σ' ένα παραλήρημα ερωτικό. Αν και νοικοκύρης σοβαρός και ευκατάστατος, γονάτιζε μπροστά τους σε παθιασμένες εξομολογήσεις :
" Άχι, μελαχρινάκι μου, και ίντα δα γενώ, που είσαι αφορμή κι ήχασα το μυαλό μου...
Ώχου και με σκλαβώσανε οι αγγελικές σου χάρες...
Τα μάθια σου με κάψανε, που να
'χεις τον καημό μου...
Ώχου και σπάραξές μου την καρδιά κι ήκαψες το κορμί μου...
Ώχου! μελαχρινάκι μου...ώχου!.. ώχου!..ώχου!.. "
Και ξερίζωνε τάχα τα μαλλιά του κι έτρεμε σύγκορμος μέσα στην έξαψή του.
Κι εμείς, ο Αγησίλαος, ο Γιώργης ο ζωγράφος, ο Βαγγέλης και ο Βενιαμίν εγώ, σε ρόλους δεύτερους σιμά του.
Ένα κλίμα ευφορίας στα κοριτσόπουλα, που πίστευαν ότι ο φλογερός ερωτιδέας διερμήνευε τον εδικό μας έρωτα. Δε μάθαμε ποτέ ποια ήταν η αλήθεια, ούτε και τον ρωτήσαμε ποτέ.
Φέτος και για πολλές δεκαετίες πίσω, στα πανηγύρια τμης Παναγιάς, του Άι--Γιαννιού και του Σταυρού μας έχουν χάσει όλους και μόνο εγώ απόμεινα παροπλισμένος, με κάτασπρα μαλλιά παππούς και φορτωμένος χρόνια.
Όλοι οι άλοι έχουνε από.καιρούς αποδημήσει και οι κοπέλες
--όσες απόμειναν -- έχουν παραγεράσει.
Τόση πικρή και μαύρη μοναξιά,
τόση απαξίωση, φθορά κι ευτελισμός και τόση θλίψη
στοιβαγμένη
πού να χωρέσει, Θεέ μου !
(Από την Ποιητική Συλλογή μου
"ΔΑΚΡΥΣΜΕΝΑ ΦΕΓΓΑΡΙΑ"
Α' Έκδοση 2013)

               

"Λ ι α ν ο τ ρ ά γ ο υ δ ο"( Κρητική ρίμα)

--Δεν πίνεις και δεν τραγουδείς,
ψυχή μου πικραμένη•
πες μου ποιος τάχα σου 'φταιξε
κι είσαι συννεφιασμένη ;
--Ο έρωτας με λάβωσε
κι έχασα τη χαρά μου,
τ' ανάλαφρό μου πέταγμα
και τα χρυσά φτερά μου.
Του χάρου τώρα η παγερή
ανάσα με κυκλώνει
κι ανατριχιάζει το κορμί
και η καρδιά μαργώνει.
Ας ήτανε να 'ρχόσουνα
για να μη νιώθω μόνος,
όταν μου παίρνει την ψυχή
να μου γλυκαίνει ο πόνος.
Θα του τη δώσω αστραφτερή
σαν νύφη στο μετάξι,
μήπως σαν παρακατιανή
μού την παραπετάξει.
Όσα δεν πρόλαβα να πω
για την πικρή ζωή μου,
δε θέλω να με τυραννούν
θαμμένα στην ψυχή μου.
Δώσε μου, Θεέ μου, δύναμη
για ν' αποτραγουδήσω
όσα δεν ετραγούδησα
και ύστερα να σβήσω.
Με τα ωραία λάθη μου
θαμμένα μες στη λήθη,
όλη η ζωή μου μαγικό
θα μοιάζει παραμύθι.
(Από την Ποιητική Συλλογή μου
"ΣΠΟΝΔΕΣ"
Β' Έκδοση 2017)

                

"Δεκαπενταύγουστος" *

Να με κι απόψε πάλι εδώ, πατρίδα,
να μαζεύω ξενυχτώντας σταλαγματιά -- σταλαγματιά
στις άδειες χούφτες μου
μάλαμα ακριβό
το αυγουστιάτικο φεγγάρι...
Αφέντρα Παναγιά, προσκυνητής στη χάρη σου προσπέφτω
κι αναθυμούμαι τους παλιούς μακαρισμένους χρόνους.
Τότε, που δεν υπήρχε μήτε πλούτος μήτε και τόση ξιπασιά,
μήτε κι η γύμνια που σκεπάζεται
με ψυχεδελικά στη σάρκα ξόρκια
κι ούτε τ' απαστράπτοντα στα φάλια μπιχιλιμπίδια, μήτε τα κινητά τηλέφωνα, μήτε τα ευγενή ποτά, μήτε κι εκείνοι οι.
"κομψοί", τάχα μοντέρνοι τρόποι
που απόψε κατακλύσανε την όμορφη πλατεία.
Τότε οι γέροι φάνταζαν μες στα φτωχά σαλβάρια τους, με τα κεφαλομάντιλα να ισκιάζουνε στα μάτια τους σοφή μιαν εγκαρτέρηση και μια σεμνή αγιοσύνη, κι οι άντρες λεβεντόκορμοι με την τραχιά, βασανισμένη όψη, και τα παλικαρόπουλα με λάμψη αρχαγγελική μες στη λιτή τους φορεσιά κι ατίθαση την κόμη να πυρπολούν σεμνόπρεπα, με αδέξιες ματιές,τις ηλιογέννητες
με τις φλογάτες παρειές απ' την αιδώ και του χορού την έξαψη.
Κι όταν πυρακτωνόταν ο χορός
κι έσκιζε σπαραχτικά, με λυγμική παραφορά, τα φυλλοκάρδια της η λύρα,
χτυπούσαν οργισμένα τις πατούσες τους στη γη, αρνούμενοι με απόγνωση τη χοΐκή τους μοίρα.
και να ηχούνε ακατάπαυστα χαρμόσυνες ευχές και στ' ακροδάχτυλα, του ονείρου πυρκαγιές, ξέχειλα τα ποτήρια.
Πόσοι από σας να είστε απόψε ακόμη εδώ και πόσοι απόντες λατρεμένοι, και πόσο αλλάξαν οι καιροί και πόσο η χαμένη σου, πατρίδα μου, σεμνότη με πληγώνει !...
Να με κι απόψε πάλι εδώ,
να μαζεύω ξάγρυπνος μια--μια
τις σκόρπιες χάντρες που σου απόμειναν, να τις κρεμάσω αστραφτερό, στερνό χαΐμαλί, στον άχραντο λαιμό σου, αγαπημένη !...
(Από την Ποιητική Συλλογή μου
"ΑΡΩΜΑ ΦΘΙΝΟΠΩΡΟΥ"
Α' Έκδοση 2003);
* Έχουν περάσει κάποιες δεκαετίες από τότε που γράφτηκε, αλλά είναι πάντα επίκαιρο, λόγω του μεγάλου πανηγυριού που γίνεται κάθε χρόνο!!!!

                   

" Η  α γ ά π η "

Ό,τι αγαπήσαμε πολύ,
ποτέ του δεν πεθαίνει,
σαν ρόδο που φυλλορροεί
σε παγερό ανθογυάλι,
ως ξεθωριάζει η χαρά
στο χρόνο αγνοημένη,
κύμα που σβήνει ξέπνοο
σε έρημο ακρογιάλι.
Δεν είναι αηδονολάλημα
στης ρεματιάς τη λόχμη,
του κότσυφα το λυγμικό
κρεσέντο στον αγέρα,
ούτε το ρίγος που σκορπά
στη γη το πρωτοβρόχι,
δεν είν' το φως που χάνεται
καθώς διαβαίν' η μέρα.
Είν' ένα πάθος ιερό,
που ο χρόνος το στοιχειώνει
μέσα στην τρίσβαθη ψυχή
και θάλλει σαν λουλούδι,
ακοίμητο αγιοκάντηλο,
φωτιά που τήνε λιώνει,
ένα αγέρι ολόδροσο
κι ασίγαστο τραγούδι.
Ό,τι αγαπήσαμε πολύ,
ποτέ του δε θα σβήσει
κι αναγαλλιάζει την ψυχή
και την αναστατώνει.
Είν' η αγάπη αρετή,
που 'χει ο Θεός βλογήσει,
όμορφη, παντοδύναμη,
που και θεριά μερώνει.
Όλο το είναι μας δονεί,
ποτέ δεν ξαποσταίνει
κι ως τα βαθιά μας γερατειά
θα μας παιδεύουν πάλι
οι ίδιοι λάβροι στεναγμοί
και η καρδιά προσμένει
ν' ανθίσουνε σαν όνειρο
στο άδειο προσκεφάλι.
(Από την Ποιητική Συλλογή μου
"ΣΠΟΝΔΕΣ"
Β' Έκδοση 2017)

               

"Ε ν ώ π ι ο ς ε ν ω π ί ω"

Θα φύγω σύντομα .
Ένα ταξίδι αδημονεί κι επίμονα με κράζει.
Πέρα απο την παραδείσια γη,
σε μιαν άλλη ίσως διάσταση ζωής, αλλά για πού, ποιος τάχα ξέρει;
Κανένα χρέος αναξόφλητο πίσω μου δε θ' αφήσω.
Ισοσκελισμένος απολογισμός,
δούναι--λαβείν μηδέν.
Θέλω ανάλαφρος και λεύτερος,
καταπώς έζησα, να φτερουγώ μέσα στη δίνη των καιρών, σ' ένα σεργιάνι αλίμενο στις γειτονιές των άστρων.
Αν κάποιος νομίζει πως κάτι μου χρωστά, χαλάλι του, εκτός απ' την αγάπη.
Ολάκερη την απαιτώ κι όταν του περισσέψει.
Αλλιώς, ας τη διαμοιράσει κάποτε σε όλους της γης τους στερημένους.
Μου φτάνουν οι αμαρτίες μου, το άλας της ζωής μου, κλεισμένες στο δισάκι μου να κουβαλώ μαζί μου.
Μια έντιμη ταυτότητα-διαβατήριο, για τ' Ουρανού τις κλειδωμένες πύλες.
Το δάκρυ της μετάνοιας σαν ευτελές το κρίνω και μόνο της εκ βαθέων εξομολόγησης η συντριβή θαρρώ πως με λυτρώνει.
Σαν μια γλυκόπικρη απόγευση
της μαγικής ζωής μου.

(Από την Ποιητική Συλλογή μου
"ΣΠΟΝΔΕΣ"
Β' Έκδοση 2017)

                         

    Αληθινές ιστορίες με τη γιαγιά Καλλή

Ο φόβος του κατακτητή και η βαρυχειμωνιά του 1943 μας έφερνε από νωρίς κλεισμένους στα σπίτια μας. Γύρω από το πυρωμένο τζάκι είχαμε αραδιαστεί η μάνα , εγώ και η πρωτότοκη αδελφή μου η Μαρία, η γιαγιά μας η Καλλή και το Φροσυνάκι, γειτόνισσα ,θεία της μάνας μας, ανύπαντρη.
Οι διηγήσεις έδιναν κι έπαιρναν και η αδελφή μου κι εγώ ακροατές.
Σε κάποια φάση η γιαγιά μίλησε για τον άνδρα της τον Ηρακλή, τον φημισμένο σωμαρά σε όλα τα χωριά της περιοχής της Λαγκάδας.Κάποια Κυριακή είχε πάει στις Ποταμιές για επαγγελματικούς λόγους και νυχτώθηκε στο ρέμα της Πηγής κατά την επιστροφή του στον Μοχό. Κάπου, μεσοστρατίς, ο διάβολος μεταμορφωμένος σε λαγό, με μάτια πυροκόκκινα τον ακλουθούσε κατά πόδας και παρά τους εξορκισμούς και τα σταυροκοπήματά του δεν έλεγε να φύγει. Όταν πλησίαζαν στο χωριό, κοντά στο εξωκκλήσι του Αγίου Νικολάου έκανε την τελευταία του ευχή: " Άι-Νικόλα μου, ξεμίστεψέ με από τουτονέ το δαίμονα κι εγώ θα σου φέρω στη χάρη σου ένα σωμάρι με σαράντα πούλια". Το φρικιό εξαφανίστηκε προς το ρέμα μ' ένα δαιμονισμένο θόρυβο.
Κάπου εδώ η μάνα μας ρώτησε τη γιαγιά Καλλή :
-- Και ήκαμέ το, μπρε,το σωμάρι;
--Όι, δεν το 'καμε ακόμη , μα ο Άγιος ανιμένει σαράντα χρόνους.
Δεν πρόλαβε να τελειώσει την τελευταία λέξη κι ακούστηκαν τρία έντονα χτυπήματα , λες κι ήταν επισκέπτης, στην κλειστή πόρτα της κουζίνας που ήταν στην κορυφή του κεφαλόσκαλου και μεσολαβούσε η σκάλα, η αυλή και η κατάκλειστη βαριά αυλόπορτα.
Τα παιδιά, η αδελφή μου κι εγώ
τρυπώσαμε στην αγκαλιά της μάνας, ενώ η γιαγιά , γυναίκα ψύχραιμη και ατρόμητη έτρεξε και άνοιξε την πόρτα της κουζίνας φωνάζοντας για να μας εμψυχώσει: "Κιανείς δεν είναι!!"Όμως την είδα να σταυροκοπιέται. Μέχρι σήμερα κανείς δεν μου έχει δώσει μιαν απάντηση. Όλοι σηκώνουν τους ώμους προβληματισμένοι και σωπαίνουν.

                       

" Η  γ ι α γ ι ά  μ ο υ  η  Κ α λ λ ή "

Είχε περάσει τα ενενήντα, μπορεί και τα ενενηνταπέντε.
Η γιαγιά μου η Καλλή,
η προκομμένη άμισθη διάστρα του χωριού.
Ένα απολειφάδι θλιβερό του καταλύτη χρόνου.
Την κυρτωμένη ράχη της,
σαν ανορθόγραφη περισπωμένη,
τη στήριζε σ' ένα βεργάλι δίχαλο, μήπως και καταρρεύσει.
Της έδιναν κρέας, ζητούσε χόρτα, της έδιναν χόρτα ζητούσε κρέας.
Παραξενιές των γηρατειών,
ή μήπως να 'τανε προφάσεις για να 'χει νόημα η ζωή; Ποιος ξέρει!
Μόνη της έγνοια, μήπως δεν την προλάβει ο εγγονός.
Μοναδικός αρσενικός απ' τη γενιά, όπως κι ο γιος και με το όνομα του μακαρίτη άνδρα της.
Κατακαλόκαιρο και ήγγικεν το τέλος.
Και η μοναδική της προσδοκία εκπληρώθηκε.
Ο εγγονός κατά το πρόσαργο αφίχθη για διακοπές.
--Γλάκα, γιατί η γιαγιά σου ξεψυχά και σ' ανιμένει.
Σαν αστραπή βρέθηκα καθισμένος πλάι της να της κρατώ το χέρι.
--Γιαγιά, ήρθα ! Άργησα ...μα ξέρεις...
Απελπισμένα πάσχισε πάνω μου να συρθεί.
Την ανασήκωσα και την ακούμπησα στο στήθος μου.
Μου αφέθηκε γαλήνια και παίρνοντας δυο ανεπαίσθητες ανάσες ανακούφισης, άφησε την ψυχούλα της να φτερουγίσει ανάλαφρη στ' αστέρια.
Συγκλονισμένος ο πατέρας έσκυψε τρέμοντας επάνω της και τρυφερά της έκλεισε με την παλάμη του τα μάτια.
Ας είναι τούτες οι αράδες ένα μνημόσυνο στη θύμησή σας, λατρεμένοι.
(Από την Ποιητική Συλλογή μου
"ΣΠΟΝΔΕΣ"
Β' Έκδοση 2017)

                     

" Σ κ ι έ ς "

Πήρα τον δρόμο τον μακρύ,
που βγάζει στο μουράγιο,
με βήματα μετέωρα
και στεναγμό και δάκρυ.
Όλα μού είν' αδιάφορα
σε τούτη εδώ την άκρη
και νιώθω στα θολά νερά
περήφανο ναυάγιο.
Να! τα καράβια ολόφωτα
ντυμένα στο μαγνάδι
της μαγικής αστροφεγγιάς
φεύγουνε για τα ξένα,
μα όλα κι εντός και γύρω μου
με πνίγουνε θλιμμένα,
καθώς μαντίλι δεν κουνά
μες στ' ασημένιο βράδυ.
Πήρα τον δρόμο τον πικρό
που βγάζει στο μουράγιο
κι είναι τα φώτα κίτρινα
κι οι πικροδάφνες κλαίνε
κι οι μνήμες μου αλλόφρονες
ξυπνούνε και με καίνε,
μα να γυρίσω πίσω πια
δεν έχω το κουράγιο.
Σ' άλλους καιρούς ζητώ να βρω
πρόσωπα λατρεμένα,
μα που τ' αγγίζω παίζουνε
κρυφτούλι στο σκοτάδι
και μου αρνούνται επίμονα
χαμόγελο και χάδι
και μαύρες χάνονται σκιές
λες κι είναι στοιχειωμένα.
Καμιά ελπίδα δεν ανθεί
μες στα γλαρά μου μάτια,
καθώς στο γκρίζο πέλαγος
τα πλοία αρμενίζουν
μες στην αχλύ της χειμωνιάς,
θαρρείς κι αλληθωρίζουν
και σέρνονται στης λησμονιάς
τα μυστικά παλάτια.
(Από την Ποιητική Συλλογή μου
"ΔΗΜΟΠΡΑΤΗΡΙΟ ΑΙΣΘΗΜΑΤΩΝ
Α' Έκδοση 2009)

                   

"Τ' ό ν ε ι ρ ο  μ η ν  ξ υ π ν ή σ ε ι"

Κράτα τα μάτια σου κλειστά
τ' όνειρο μην ξυπνήσει,
καθώς η νύχτα ξεψυχά
στου ήλιου την πλημμύρα•
ποιος ξέρει τι μας κουβαλά
η μέρα που θ' αρχίσει,
με τόσα πικροβάσανα
που μας φυλάσσ' η μοίρα;
Κι άστο βαθιά μες στην καρδιά
ν' ανθεί, να λουλουδίζει,
να σου μυρώνει τη ζωή
και τη θλιμμένη σκέψη
και σαν γλυκιά παραίσθηση
μες στην ψυχή ν' ανθίζει,
προτού το φως στα μάτια σου
ανέκκλητα στερέψει.
Ποιος ξέρει κάθε πότε ανθεί
ευωδιαστός και θάλλει
μυριόχρωμος, μυριόπλουμος,
σαν άνοιξης κλωνάρι,
ο έρωτας μες στην καρδιά,
που σπαρταρά και πάλλει,
σαν λύρα που λιγοθυμά
σε μαγικό δοξάρι ;
Κι αν κάποτε θα κουραστείς,
άστον να σε ξεχάσει•
κάτι καινούργιο θα φανεί
να σε θερμάνει πάλι
στην παγερή σου μοναξιά
κι η ερημιά θ' αγιάσει
με μια καινούργι' απαντοχή
στο άδειο προσκεφάλι.
(Από την Ποιητική Συλλογή μου
" ΕΣΠΕΡΙΝΟΙ "
Α' Έκδοση 2018)

                   

"Ε ν ώ π ι ο ς   ε ν ω π ί ω"

{Αδιαπέραστοι της μοναξιάς
οι τοίχοι κι έγκλειστοι μέσα
τους θρηνολογούν οιστίχοι}
Αψύς ο πόνος την καρδιά ματώνει, καθώς οι δρόμοι αδειάζουν γύρω μου κι άγρια νύχτα,ζοφερή, χάσκει εντός μου.
Ώρα για προσκλητήριο μυστικό
των πλέον ευδαίμονων στιγμών,
ύστατη στη ζωή, εκ βαθέων, σπονδή και ιερό χρέος.
Να 'ξερες πόσο φτωχαίνουν οι λέξεις και πόσο χάνουν την όποια τους σημασία τούτη την αδιάστατη του απολογισμού ώρα...
Μη με κρατάς άλλο, ζωή !
Πριν κουραστώ από των πεπραγμένων την αποτίμηση,
άφησέ με να κατρακυλήσω ευδαίμων στης ανυπαρξίας την άβυσσο.
Λύσε το ζεστό κράτημά σου,
τώρα που δύναμαι ακόμη να ονειρεύομαι, ανυποψίαστος για τα μελλούμενα, και άφησέ με να ξεγλιστρήσω απαλά απ' τα χέρια
σου στην ψευδαίσθηση της αιωνιότητας.
Να 'ξερες πόσο κι αυτή η αγάπη
--των απελπισμένων καταφυγή και μάταιη προσδοκία-- να 'ξερες
πόσο δυσκολεύει την αναχώρηση.
Και δεν έχω τίποτε άλλο εκτός απ' αυτή στο δισάκι μου, όση για
να εξοφλήσω το ναύλο μου στην
Αχερουσία.
Και συλλογίζομαι έντρομος τι μου απομένει, για να θερμαίνει
τις ατέλειωτες ώρες της μοναξιάς στην αβάσταχτη παγερή ερημιά και σιωπή της αιωνιότητας...
Στη γενναιοδωρία σου
-- συγχώρεσέ με ! -- απάντησα , ζωή, με αλαζονική αγνωμοσύνη.
Ότι το νόμο της φθοράς θα καταργούσα, πίστευα, και μέσα από τις αλλεπάλληλες αναβολές, θαρρώ, λησμόνησα να ζήσω.
Ας μη με δικάσουν οι Θεοί,
για τούτο το ανεξόφλητο χρέος.
(Από την Ποιητική Συλλογή μου
"ΔΗΜΟΠΡΑΤΗΡΙΟ ΑΙΣΘΗΜΑΤΩΝ
Α' Έκδοση 2009)

               

" Α ν τ ί ο "

Έρωτα, πώς με πλάνεψες
κι ήμουν παιδί ακόμα
κι ύστερα μου ξεστράτισες
και χάθηκες -- αλί μου !--
Κι ως ψηλαφούσα το στρατί
στο νοτισμένο χώμα
μάζευα μαγιοβότανα
κι έπλενα την πληγή μου.
Εξαίσια μιαν άνοιξη
άνθισες στην ψυχή μου,
που λάμπει ηλιοπερίχυτη
στα θάμπη του χειμώνα
και σε δοξάζω μυστικά
σε κάθε προσευχή μου
κι ας έσβησες μες στον χιονιά
σαν ταπεινή ανεμώνα.
Δική μου σε λογάριαζα
μόνο μ' ένα φιλί σου,
που καίει ακόμα σαν φωτιά
στα μαραμένα χείλη
και φλέγομαι όλος προσμονή
μέσα στη θύμησή σου
από το γλυκοχάραμα
ως το θλιμμένο δείλι...
Όλα σωπαίνουν θλιβερά
και γύρω μου κι εντός μου,
καθώς σε συλλογίζομαι
στο βράδυ που ζυγώνει
και νιώθω την ανάσα σου
στην παγωνιά του κόσμου
σαν πύρωμα και χάιδεμα
γλυκά να με κυκλώνει.
Κράτησε, Θεέ μου, μια γωνιά
στο χάος της αβύσσου
κι ας είναι σ' εφιαλτικό
κατάμαυρο τοπίο,
μες στη μαγεία θα θαρρώ
πως ζω του παραδείσου
πλάι σ' αυτή που χάθηκε
χωρίς να πει αντίο.
(Από την Ποιητική Συλλογή μου
"ΚΑΛΗΝΥΧΤΑ , ΛΟΙΠΟΝ"
Α' Έκδοση 2011)

                           

"Τ ο υ  ν ό σ τ ο υ"

Το μαγικό βουνό της παιδικής μου φαντασίας, η Σελένα ,
απέκρυβε το λαμπερό πρόσωπο
του ήλιου, όταν από το γλυκοχάραμα το φως του, διαθλώμενο στη στιλπνή διαφάνεια των οριζόντων, καταύγαζε τον κάμπο με τ' ασημόφυλλα λιοστάσια και τους λόφους με τα χλωροπράσινα αμπέλια και τα οξυκόρυφα ασκητικά κυπαρίσσια, που δέονταν με κατάνυξη στην πρωινή ευδία της ευλογημένης γαλάζιας μου πατρίδας.
Εδώ, μες στα φλογισμένα λιοπύρια και στα σκονισμένα απομεσήμερα, βουτηγμένοι στον ιδρώτα ευωδιάζαμε απροσδιόριστα το παρθενικό άρωμα της παιδικής μας αγνότητας και ξεγλιστρούσαμε σαν άνεμος στα διάσελα και στους χωματόδρομους,
που μοσχοβολούσαν λιβανόχορτο, ρίγανη και θυμάρι, παίζοντας τους κλέφτες κι αστυνόμους.
Και ήμασταν όλοι παρόντες, όλο εκείνο το ατίθασο παιδομάνι,
το ανυπόταχτο ξυπόλητο τάγμα των αρχαγγέλων σου,
βασανισμένη μου πατρίδα, συνεπείς, θαρρείς, σε μυστικό σου προσκλητήριο.
Και νιώθαμε υπέροχα ωραίοι και
τρισόλβιοι, καθώς αγρυπνούσαν πάνω μας, με απέραντη τρυφερή εγκαρτέρηση και μακροθυμία,
χαρακωμένα από τις βαθιές ρυτίδες του μόχθου και της αρμύρας, τα γαλήνια και χαρμόσυνα πρόσωπα των γονιών μας και τα χάδια από τα ροζιάρικα χέρια τους να καταπραΰνουν την έξαψη της φτώχειας και της στέρησης...
Να 'ξερες πόσο σε λαχτάρισα, πατρίδα ! να εξαργυρώσω τη γνώση και τη μοναξιά, που σύναξα περιπλανώμενος στην ξένη, με μια μονάχα φούχτα απ' το χώμα σου, που μέσα του σφαλνά εγκάρδιες τις αγιασμένες μνήμες των προγόνων μου, με όλο εκείνο το σεμνό και απλό τους μεγαλείο
και όλες εκείνες τις αιθέριες μεθυστικές οσμές του δυόσμου, του βασιλικού, του μοσχοστάφυλου, του δεντρολίβανου και του κυπαρισσόξυλου, και την υγρή μοσχοβολιά του νοτισμένου χόρτου κάτω απ' την αυγουστιάτικη πανσέληνο
και ύστερα να ξαποστάσω.
Δέξου με, σε παρακαλώ, πατρίδα
μακρινή, πικρή μου γλυκομάνα.
Κουράστηκα να συνωστίζομαι στα σκοτεινά αδιέξοδα των περιπλανήσεων και άλλο δε δύναμαι ασκόπως να ξοδεύομαι
στων αδικαίωτων προσδοκιών τις βασανιστικές παραισθήσεις και των ανέφικτων ονείρων
την οδυνηρή ουτοπία.
Δέξου με, πατρίδα,
τη γέννηση με τη θανή μου να συνδέσω στη μεγάθυμη ζεστή αγκαλιά σου, γλυκύτατη πατρίδα, πικρομάνα μου!
(Από την Ποιητική Συλλογή μου
"ΚΑΛΗΝΥΧΤΑ, ΛΟΙΠΟΝ"
Α' Έκδοση 2011)

                                

  ΣΤΗΝ ΙΣΤΙΟΣΕΛΙΔΑ ΤΟΥ Ο ΑΕΙΜΝΗΣΤΟΣ  ΗΡΑΚΛΗΣ ΒΟΥΛΓΑΡΑΚΗΣ ΜΑΣ ΑΦΗΣΕ ΣΧΕΔΟΝ ΟΛΟΚΛΗΡΟ ΤΟ ΠΟΙΗΤΙΚΟ ΤΟΥ ΕΡΓΟ  ΩΣ ΔΩΡΕΑ ΑΓΑΠΗΣ....ΔΙΑΘΗΚΗ ΑΝΕΚΤΙΜΗΤΗΣ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗΣ ΑΞΙΑΣ  ΠΟΥ ΘΑ ΣΥΝΕΧΙΣΕΙ  ΕΠΙ ΜΑΚΡΟΝ ΝΑ ΦΩΤΙΖΕΙ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ ΤΩΝ ΔΙΑΝΟΟΥΜΕΝΩΝ ΑΛΛΑ ΚΑΙ ΤΩΝ ΑΠΛΩΝ ΑΝΘΡΩΠΩΝ ΠΟΥ ΔΙΨΟΥΝ ΓΙΑ ΓΝΩΣΗ   ΑΝΑΖΗΤΟΥΝ ΑΛΗΘΕΙΕΣ ΚΑΙ  ΨΑΧΝΟΥΝ ΑΠΛΟΪΚΕΣ ΟΜΟΡΦΙΕΣ.... 

   Α ν α κ ο ί ν ω σ η 


Θεωρώ υποχρέωσή μου
να ανακοινώσω στους πολυπληθείς εκλεκτούς φίλους μου ότι έχω αναρτήσει ένα μεγάλο μέρος του ποιητικού μου έργου και από τις επτά (7),ποιητικές Συλλογές που έχω εκδώσει μέχρι σήμερα, αλλά και σημαντικό από το έργο μεγάλων Ελλήνων και ξένων ποιητών, και δύνανται  να το επισκέπτονται συχνά όποτε το επιθυμούν, εάν τούτο τους ανακουφίζει και τους λυτρώνει!!!!! Η τέχνη δε γεννήθηκε για να παραμένει αιχμάλωτη εγκλειστη στα συρτάρια , αλλά να λειτουργεί για την ανακούφιση του ανθρώπινου πόνου και αγωνίας. ΔΕΝ προϋθέτει καμιά υποχρέωση , που πρέπει να καλύψουν οι αναγνώστες τους. Αυτό ισχύει για τα δικά μου δημοσιεύματα, τουλάχιστον. Ευχαριστώ θερμά!!!!
ΗΡΑΚΛΗΣ ΒΟΥΛΓΑΡΑΚΗΣ


ΟΠΟΙΟΣ ΕΠΙΘΥΜΕΙ ΝΑ ΑΝΑΓΝΩΣΕΙ ΤΟ ΕΡΓΟ ΤΟΥ ΑΣ ΕΠΙΣΚΕΦΤΕΙ ΤΗΝ ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΗ ΤΟΥ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ Η ΟΠΟΙΑ ΣΥΝΕΧΙΖΕΙ ΝΑ ΠΑΡΑΜΕΝΕΙ ΕΝΕΡΓΗ.........https://www.facebook.com/profile.php?id=100014627043326&epa=SEARCH_BOX